Κινηματογράφος

Δεν μπορούμε να αναφερθούμε στον κινηματογράφο χωρίς να μιλήσουμε πρώτα για το Θέαμα και τα χαρακτηριστικά του. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στο “θέαμα” με την καθημερινή γλωσσική χρήση του όρου, ως δηλαδή κάτι το απλώς θεατό ή θεαματικό (όπως είναι για παράδειγμα μια περίτεχνη πιρουέτα) αλλά για τον όρο όπως έχει πολιτογραφηθεί στην ιστορία των ιδεών και των αγώνων.

Η αντίληψη λοιπόν, που μετατρέπει κάτι θεαματικό σε Θέαμα, είναι αυτή που το αντιμετωπίζει ως κάτι που αξίζει να έχει μια προνομιούχο θέση σε σχέση με την πραγματικότητα γύρω του. Κατά συνέπεια, το αποκόβει από αυτή, για να το εξυψώσει σε βάθρο και να το διατηρεί εις βάρος της ίδιας της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Ο αρχικός αυτός διαχωρισμός αποτελεί την βάση στην οποία στηρίζεται το Θέαμα, ως διαδικασία προώθησης ιεραρχήσεων και διαχωρισμών πάνω στις διαμεσολαβημένες – από εικόνες και εμπορεύματα – κοινωνικές σχέσεις.

Προνομιακό πεδίο του Θεάματος είναι ο χώρος όπου βασιλεύουν οι εικόνες, τα εμπορεύματα, η διαφήμιση, οι διαχωρισμένοι ρόλοι, οι καταναλωτές, η ψευδαίσθηση, η απουσία νοήματος και η διασκέδαση (ως «ουδέτερη» αποπολιτικοποιημένη ψυχαγωγία). Η κοινωνία του Θεάματος προκρίνει και επιβάλλει – στα άτομα /καταναλωτές – την αντικατάσταση του πραγματικού βιώματος με την κατανάλωση της ψευδαίσθησής του, μέσω των εμπορευμάτων. Η αληθινή ζωή διαχωρίζεται από την πραγματική βίωσή της, καθώς εικόνες και εμπορεύματα εξασφαλίζουν “βιώματα” – όπως, όπου και όποτε επιθυμεί το άτομο που τα καταναλώνει.

Ο κινηματογράφος ήταν εξ αρχής βασικός μοχλός παραγωγής αυτού του διαχωρισμού στην κοινωνία του Θεάματος – καθώς αποτέλεσε το πρώτο ΜΜΕ με εικόνες- και χρησιμοποιήθηκε ως το κατεξοχήν μέσο κατασκευής ενός “αληθοφανούς ψεύδους” (κάθε αφηγηματική ταινία είναι μια κατασκευή που περιγράφει το “πραγματικό”, ανασυνθέτοντάς το). Βασικό εργαλείο του κινηματογράφου είναι η εικόνα, το εργαλείο δηλαδή που χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο το Θέαμα για να κατασκευάσει, να δελεάσει, να διαμεσολαβήσει, και εν τέλει να αναμορφώσει την πραγματικότητα.

Το Θέαμα είναι ο εφιάλτης της σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας, που δεν εκφράζει παρά την επιθυμία της να κοιμηθεί”- Γκυ Ντεμπόρ

Από τα πρώτα του βήματα ο κινηματογράφος, καθώς προϋπέθετε τη χρήση ιδιαίτερα ακριβής τεχνολογίας, στηρίχτηκε είτε σε πανίσχυρους επιχειρηματίες (που είδαν μια νέα αγορά να ανοίγεται μπροστά τους) είτε στη στήριξη κρατικών μηχανισμών (που είδαν στην νέα μορφή τέχνης ένα εκπληκτικό εργαλείο προπαγάνδας). Η νέα τέχνη γοήτευσε με τη διεισδυτικότητα των εικόνων, με την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, που έμοιαζε ίδια με την αληθινή ζωή, ή/ και ακόμα καλύτερη. Γρήγορα έγινε αντιληπτό πως η δύναμη του νέου μέσου προσέφερε και απεριόριστες δυνατότητες συσσώρευσης πλούτου και απεριόριστες δυνατότητες ιδεολογικής προπαγάνδας.

Στο πεδίο των ειδήσεων, στα κινηματογραφικά επίκαιρα, οι εικόνες έγιναν αδιάψευστος και αδιαμφισβήτητος μάρτυρας της εκάστοτε εκδοχής της αλήθειας. Ο κινηματογράφος έκοβε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και ταυτόχρονα αποτελούσε μέσο κρατικής προπαγάνδας, φασιστικής, εθνικής, κομμουνιστικής. Και κυρίως οδηγούσε αβίαστα στον εθισμό του κοινού-μάζα σε ένα νέο σύστημα άσκησης εξουσίας μέσω των εικόνων. Γινόταν σταδιακά η κύρια ατραπός για την αναγωγή του Θεάματος στη νέα θρησκεία των δυτικών κοινωνιών που καλωσόριζαν ταυτόχρονα μια άλλη νέα “μαγική” συνθήκη διαβίωσης, την κατανάλωση.

Στην ενίσχυση της “αληθούς” ψευδαίσθησης των εικόνων, σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν τα εμπορεύματα που τις συνόδευαν. Οι θεατές – καταναλωτές λαχταρούσαν να βιώσουν λίγη από την γοητεία των εικόνων που θαύμαζαν, μέσω των αντικειμένων και του life style που τις περιέβαλλε. Τα εμπορεύματα συστοιχίζουν τη γοητεία τους με αυτή των εικόνων, έως ότου ταυτιστούν, εννοιολογικά και αντικειμενικά, απόλυτα μαζί τους. Οι εικόνες, τα εμπορεύματα και οι ιδιότητες που τα συνοδεύουν γίνονται ένα, αποκτούν κοινή υπόσταση για να μπορέσουν να καταναλωθούν, παίρνοντας την θέση του αληθινού βιώματος.

Η τεχνολογική άνθιση και εξέλιξη των επικοινωνιών μίκρυνε στο ελάχιστο τις αποστάσεις και πολλαπλασίασε τις οθόνες προβολής, ώστε η εξάπλωση των εικόνων να γίνει ραγδαία, καλύπτοντας σήμερα κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής. Μέσα σε λίγα χρόνια, ελάχιστες ανθρώπινες δραστηριότητες δεν είχαν εικονοποιηθεί, δεν είχαν πιστοποιηθεί με τον αδιαμφισβήτητο τρόπο και την σιγουριά των εικόνων που τις περιγράφουν στην οθόνη.

Ο κινηματογράφος… αυτή η παγίδα με σκατά” – Σύνθημα σε τοίχο, Παρίσι, Μάης ’68

Από πολύ νωρίς στην ιστορία του κινηματογράφου, ασκήθηκε σκληρή κριτική στο μέσο από καλλιτέχνες, ριζοσπαστικές ομάδες και πολιτικά κινήματα. Υπήρξε αναζήτηση και αμφισβήτηση πάνω στην κινηματογραφική γλώσσα, την αισθητική φόρμα, την ψυχολογική και κοινωνική επιρροή του κινηματογράφου. Σοβιετικοί και ευρωπαίοι ριζοσπάστες κινηματογραφιστές αναγνώρισαν από νωρίς (ήδη από τις δεκαετίες ΄20 και ’30) τον κοινωνικά, ποδηγετικό και κατασταλτικό ρόλο του κινηματογραφικού θεάματος και επιχείρησαν να δώσουν μια απελευθερωτική διάσταση σε όλους τους τομείς της νέας τέχνης.

Οι πραγματικά αξιόλογες αυτές αναζητήσεις, άνοιξαν πράγματι νέα πεδία κινηματογραφικής έκφρασης και δημιουργίας. Προσέκρουσαν όμως -και εν τέλει περιθωριοποιήθηκαν- στη μεν Σοβιετική Ένωση (όπου η παραγωγή ταινιών ήταν αποκλειστικά κρατική υπόθεση) από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό του σταλινικού καθεστώτος, στις δε ευρωπαϊκές  “ανάγκες της αγοράς” καθώς ο κινηματογράφος ήταν κατεξοχήν επιχειρηματική επένδυση. Είναι αυτονόητο πως μια βιομηχανία θα ασχοληθεί με καλλιτεχνικές και πολιτικές αναζητήσεις μόνο εάν το καταναλωτικό κοινό «έχει ανάγκη» κάποια «ριζοσπαστικότητα» στη φόρμα ή τη θεματολογία.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι Καταστασιακοί -και τα συγγενή πολιτικά-καλλιτεχνικά ρεύματα που προηγήθηκαν της κίνησής τους ήδη από το 1946- διοργάνωναν προβολές με πειραματικές ταινίες, κολάζ εικόνων και ήχων, διακηρύσσοντας «το τέλος του κινηματογράφου – Θέαμα». Στο γαλλικό Μάη, οι εξεγερμένοι προέτασσαν τον πολιτικό (με όρους ιδεολογίας), αποδομητικό, ως προς τη γλώσσα της εξουσίας, κινηματογράφο, «καταργώντας» τη μυθοπλασία, την αφήγηση, τους ηθοποιούς κ.ά. Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’90, και άλλοι ευρωπαίοι κινηματογραφιστές διακήρυξαν κανόνες αντιθεαματικού κινηματογράφου, απαιτώντας την εκλαΐκευση και τον εκδημοκρατισμό του.

Ο κινηματογράφος θα γίνει πραγματική τέχνη όταν τα υλικά κατασκευής του θα κοστίζουν όσο ένα χαρτί κι ένα μολύβι” – Ζ. Κοκτώ

Είναι φανερό πως ο ρόλος του κινηματογράφου στη θεαματική διαδικασία, καθώς και ο βιομηχανοποιημένος τρόπος παραγωγής του, είναι παράγοντες που καθορίζουν τη φύση και την κοινωνική λειτουργία αυτού του μέσου έκφρασης και κοινωνικής απεύθυνσης.

Ο κινηματογράφος, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, απαιτεί εργαζόμενους, που υλοποιούν τον σχεδιασμό του έργου κάποιου άλλου, ενός δημιουργού, ενός σκηνοθέτη, που τον εμπιστεύεται ένας χρηματοδότης. Η εργασιακή σχέση -αφού ακόμη κι όταν χρηματοδότης είναι το κράτος, πάλι διαμεσολαβούν εταιρείες παραγωγής- παράγει ιεραρχία και εκμετάλλευση. Ακολούθως, ο χρηματοδότης, δηλαδή η εταιρία παραγωγής, αναλαμβάνει να προωθήσει το προϊόν που έχει παραχθεί. Έχει πληρώσει ένα συνεργείο να παράγει ένα έργο και θέλει να πάρει πίσω αυτά τα λεφτά στο πολλαπλάσιο φυσικά. Χρησιμοποιεί την Αγορά για να προωθήσει το καλλιτεχνικό εμπόρευμα, που του ανήκει πλέον αποκλειστικά. Κανείς από τους δημιουργούς δεν έχει δικαιώματα πάνω στο έργο που παρήγαγε, εκτός από εκείνους τους σκηνοθέτες που, συστήνουν οι ίδιοι δικές τους εταιρείες παραγωγής, προωθώντας μόνοι τους το προϊόν.

Ο ανταγωνισμός στην αγορά θεαμάτων προϋποθέτει δημόσιες σχέσεις, διαφήμιση, ηχηρά ονόματα συντελεστών, κριτικούς κινηματογράφου, φεστιβάλ, διαγωνισμούς, δημοσιότητα κ.ά. Χρειάζονται διακρατικές εμπορικές συμφωνίες, διεθνή συνέδρια και ημερίδες, για την ανάδειξη και προώθηση «πολιτιστικών προϊόντων» στο όνομα της τέχνης και του πολιτισμού φυσικά.

Ένα “καλλιτεχνικό δημιούργημα”, μια έμπνευση, μια απόπειρα επικοινωνίας – έστω ενός «προικισμένου» δημιουργού – αποκτά, από την πρώτη στιγμή της πραγμάτωσής του, χαρακτηριστικά εμπορεύματος και αναπόφευκτα απευθύνεται σε καταναλωτές. Οι κρατικά χρηματοδοτούμενες ταινίες, όσο ακριβά κι αν έχουν κοστίσει, γρήγορα “κατεβαίνουν” από τις αίθουσες, αφού οι αιθουσάρχες προτιμούν τις πιο εμπορικές και διαφημισμένες παραγωγές. Το κοινό τους περιορίζεται σε πολύ μικρά νούμερα, αναντίστοιχα με την όποια τυχόν «καλλιτεχνική» τους αξία. Οι ταινίες αυτές εξαφανίζονται, αφού τα δικαιώματα προβολής τους, τα έχει κάποιος κρατικός φορέας ή η εταιρεία παραγωγής. Οι δημιουργοί τους ελπίζουν στην επαναπροβολή τους μόνο αν πωληθούν σε κάποιο φεστιβάλ ή ακόμα καλύτερα στην τηλεόραση, για να υποστηρίξουν και τη διαφήμιση σαπουνιών και αυτοκινήτων.

Είναι εύκολα αντιληπτό, πόσο περιορίζεται και διαμεσολαβείται η όποια πρόθεση έκφρασης και επικοινωνίας μέσω του κινηματογράφου. Το έργο μπορεί να επικοινωνηθεί μόνο ως εμπόρευμα (η τέχνη είναι το περιτύλιγμα) και μόνο διαμέσου των ΜΜΕ παίρνοντας τη θέση που ορίζει η οικονομική του αξία, δίπλα στον καθημερινό βομβαρδισμό με τα άλλα εμπορεύματα /εικόνες.

Η απελευθέρωση του κινηματογράφου από τις θεαματικές/ εμπορικές συνθήκες που τον καθορίζουν, η δυνατότητα χρήσης του από τον καθένα/καθεμιά που το επιθυμεί, η δυνατότητα χρήσης του, ως μέσο απεύθυνσης και κοινωνικής χειραφέτησης, από άτομα, ομάδες και κινήματα ανταγωνιστικά προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, προϋποθέτει διαφοροποιήσεις δομικές, τόσο στην λειτουργία του όσο και στα χαρακτηριστικά του.

Για εμάς, ως αυτοοργανωμένη κινηματογραφική συλλογικότητα, το δίλημμα της χρήσης αυτού του αρνητικά φορτισμένου μέσου από κυριαρχικά χαρακτηριστικά, έχει ήδη απαντηθεί. Η απάντηση όμως στο ερώτημα, αν οι εικόνες (μια υπαρκτή δυνατότητα στην σημερινή τεχνολογική πραγματικότητα) ανήκουν στη σφαίρα του Θέαματος αποκλειστικά και κατά πόσο μπορούμε να τις αποθεαματικοποιήσουμε και να εκφραστούμε απελευθερωτικά και χειραφετητικά, παραμένει ένα μεγάλο ζητούμενο. Στο αχαρτογράφητο αυτό πεδίο, με κριτική στάση ως προς το μέσο που χρησιμοποιούμε, θεωρούμε κάποια δομικά χαρακτηριστικά απαραίτητα, ως βασικές προϋποθέσεις σε αυτήν την αναζήτηση. Σε καμία περίπτωση δεν αξιώνουμε η πρόταση μας (καθώς κάθε τι, που κάνει οποιοσ/α-δήποτε, είναι μία πρόταση) και τα χαρακτηριστικά μας να υποκαταστήσουν την κινηματογραφική βιομηχανία. Ούτε βέβαια αποζητούμε το εγχείρημα αυτό να αποτελέσει με κινηματικούς όρους το αντίπαλο δέος στην παραγωγή “επαναστατικού θεάματος”. Δεν μας αφορούν όροι όπως, μαζική απεύθυνση, μαζική παραγωγή, επικοινωνία, διασκέδαση, κτλ.

Η πρότασή μας αφορά άτομα και ομάδες που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δρώντα υποκείμενα μέσα στο ευρύτερο ανταγωνιστικό προς κάθε εξουσία κίνημα. Αφορά εκείνους που θέλουν να εκφραστούν δημιουργικά και με αδιαμεσολάβητους όρους ως φυσική προέκταση της ενασχόλησης τους με τα κοινά και όχι διαχωρισμένα κάνοντας «τέχνη για την τέχνη».

Στον ίδιο βαθμό, δεν μας αφορούν εκείνοι που θέλουν να κάνουν «στρατευμένη τέχνη», να επιστρατεύσουν δηλαδή την δημιουργικότητα τους στην υπηρεσία μιας ιδεολογίας (έστω και επαναστατικής). Δεν αντιπαραθέτουμε την αυτοοργάνωση και την εθελοντική προσφορά, στη θέση των εργασιακών συνθηκών ενός συνεργείου, δεν προτείνουμε την απο- εμπορευματοποίηση καλλιτεχνικών προϊόντων και τη δωρεάν διάθεσή τους στο φιλοθεάμον κοινό. Αυτοί που θέλουν να πουλάνε καλλιτεχνικά προϊόντα εντός του Θεάματος θα το κάνουν σίγουρα και χωρίς την σύμφωνη γνώμη μας.

Η πρότασή μας αφορά έναν τρόπο συλλογικής έκφρασης και δημιουργίας, με σκοπό την κοινωνική παρέμβαση – με χαρακτηριστικά και όρους, που εξασφαλίζουν την συμφωνία του τρόπου που παράγουμε κάτι με την μορφή του και τον τρόπο που το επικοινωνούμε προς τους άλλους.