Ασθένεια

Η λύσσα είναι ζωονόσος, που οφείλεται σε διάφορα στελέχη του ιού Lyssavirus, οι οποίοι προσβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ως ένα ιογενές νόσημα, μεταδίδεται στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα από δάγκωμα ζώων που πάσχουν από λύσσα. Σπανιότερα, η μόλυνση μπορεί να επέλθει όταν το σάλιο του μολυσμένου ζώου έρθει σε επαφή με υγιείς βλεννογόνους ή ανοιχτές πληγές ή τραύματα. Η λύσσα δε μεταδίδεται με το χάιδεμα λυσσασμένου ζώου και την επαφή με αίμα, ούρα, κόπρανα από λυσσασμένο ζώο, οπότε και δεν απαιτείται μετεκθεσιακή προφύλαξη αν τα προαναφερθέντα συμβούν.

Η ασθένεια προσβάλλει όλα τα είδη θηλαστικών-κυρίως τα σαρκοβόρα- και ανάλογα με το είδος του ξενιστή που προσβάλλει διακρίνεται σε λύσσα των σκύλων (λύσσα των δρόμων) και στη λύσσα των άγριων ζώων.

Η θεραπεία στα ζώα δεν υπάρχει, ενώ στον άνθρωπο χορηγείται αντιλυσσικό εμβόλιο και αντιλυσσικός ορός. Όμως η νόσος μπορεί να προληφθεί αποτελεσματικά εάν γίνεται εμβολιασμός των  ζώων (αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα, χοίροι), που βρίσκονται σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από την εστία εμφάνισης του κρούσματος.

Συμπτωματολογία της λύσσας στον άνθρωπο

Ο χρόνος επώασης της νόσου στον άνθρωπο κυμαίνεται από λίγες μέρες έως μερικούς μήνες.
Τα πρώιμα συμπτώματα της νόσου είναι πυρετός, κεφαλαλγία, δυσφορία κ.α. Κατόπιν, παρατηρείται η περίοδος διέγερσης, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία σε φως και ήχους και αυξημένη σιελόρροια. Χαρακτηριστική στην πορεία της νόσου είναι η εμφάνιση υδροφοβίας στους περισσότερους ασθενείς λόγω των σπασμών στους μύες της κατάποσης. Ακολουθούν οι σπασμοί των αναπνευστικών μυών, γενικευμένοι σπασμοί, έπειτα γενικευμένη παράλυση και τέλος ο θάνατος.

Από τη στιγμή που ο ασθενής εμφανίσει κλινικά συμπτώματα τότε η κατάσταση είναι μη ανατρέψιμη . Η νόσος διαρκεί συνολικά 2 με 10 μέρες πριν επέλθει τελικά ο θάνατος. Η χορηγούμενη αγωγή έχει παρηγορητικό χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ασθενείς με τεκμηριωμένη λύσσα έχουν επιβιώσει.

Συμπτωματολογία της νόσου στα ζώα

Στους σκύλους και τις γάτες, η περίοδος επώασης κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως 2 ή περισσότερους μήνες. Η εξέλιξη της νόσου στα ζώα αλλά και στους ανθρώπους έχει τα ίδια περίπου συμπτώματα.
Γενικότερα εμφανίζονται τα ακόλουθα κλινικά στάδια.

1) Πρώιμο στάδιο, που διαρκεί έως 36 ώρες, όπου τα ζώα εμφανίζουν ανησυχία, άφθονη σιαλόρροια, κινήσεις συλλήψεως στον αέρα φανταστικών αντικειμένων, φωτοφοβία.

2) Στάδιο μανίας, όπου το ζώο δεν αναγνωρίζει οικεία πρόσωπα, κινείται συνεχώς και είναι ευερέθιστο. Δαγκώνει ό,τι βρίσκει μπροστά του, ζώα, ανθρώπους, αντικείμενα, ιδιαίτερα όταν αυτά κινούνται (χαρτιά, κουρέλια). Η σιελόρροια είναι ιδιαίτερα έντονη.

3) Στάδιο παραλυτικής λύσσας, όπου το κυριότερο σύμπτωμα είναι η παράλυση.

Οι νυχτερίδες επίσης προσβάλλονται από λύσσα. Οι περιπτώσεις μετάδοσης λύσσας από νυχτερίδα σε άνθρωπο είναι ελάχιστες στην Ευρώπη ενώ δεν γνωστή τέτοια μετάδοση στην Ελλάδα. Πτηνά, αμφίβια, ερπετά και έντομα δεν θεωρούνται ότι μπορούν να αρρωστήσουν με λύσσα ή να μεταδώσουν τον ιό.

Πρόληψη της νόσου

Η πρόληψη της λύσσας είναι πρωταρχικά η εξάλειψη της νόσου από τα ζώα-φορείς και κυρίως από τα σκυλιά και τις αλεπούδες.Η πρόληψη γίνεται με αντιλυσσικό εμβόλιο ζώων χορηγούμενο είτε άμεσα στο ζώο από κτηνίατρο, είτε με δολώματα στη φύση. Πέραν αυτού η φροντίδα στο θέμα των αδέσποτων σκύλων είναι πρωταρχικής σημασίας. Η θεραπεία της λύσσας είναι πρωτογενής και δευτερογενής: Η πρωτογενής γίνεται ΑΜΕΣΩΣ μόλις δαγκώσει το ζώο άνθρωπο. Χρειάζεται άμεσα καθαρισμός του τραύματος από το δήγμα του ζώου, και χορήγηση αντιλυσσικού εμβολίου (Rabies Vaccine) για ανθρώπους και αντιλυσσικού ορού (αντιλυσσική υπεράνοση σφαιρίνη, Antirabies Immune Globulin). Παράλληλα ελέγχεται το ζώο και παρακολουθείται.

Στην περίπτωση που ο δαγκωθείς άνθρωπος ασθενήσει, τα πράγματα είναι δύσκολα. Φάρμακο ιοστατικό που να σκοτώνει τον ιό της λύσσας δεν είναι διαθέσιμο. Ο ασθενής χρειάζεται μονάδα εντατικής θεραπείας και άμεση έναρξη θεραπείας. Εάν υπάρξει υποψία έκθεσης στον ιό της λύσσας, ακόμα και αυτοί που έχουν εμβολιαστεί θα πρέπει, μετά την έκθεσή τους, να κάνουν μια περιορισμένη σειρά πρόσθετων ενέσεων αντιλυσσικού εμβολίου. Αυτοί που δεν έχουν εμβολιαστεί πριν από την έκθεσή τους στον ιό θα πρέπει, εφόσον εκτεθούν, να υποβληθούν σε μακρύτερης διάρκειας θεραπεία, η οποία περιλαμβάνει ενέσεις αντιλυσσικού εμβολίου και αντιλυσσικής υπεράνοσης σφαιρίνης.

Σαν φυσικό αντιλυσσικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί το Κυνόρροδο (Rosa cantina). Οι αρχαίοι Έλληνες προσπαθούσαν να θεραπεύσουν την λύσσα με εκχυλίσματα κυνόρροδου,ενώ ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι άλλες θεραπείες ήταν ο καυτηριασμός του δέρματος γύρω από τη δαγκωματιά, που ίσως εμπόδιζε την εξάπλωση της νόσου. Υπήρχε ακόμα ένας γιατρός οπού πρότεινε να γεμιστή η πληγή με μπαρούτι και να πυροδοτηθεί.
Περισσότεροι από 55.000 άνθρωποι, κυρίως σε Αφρική και Ασία, πεθαίνουν από λύσσα κάθε χρόνο. Το 2006 δημιουργήθηκε μια διεθνή οργάνωση για τον έλεγχο της λύσσας (Global Alliance for Rabies Control). Έπειτα από τη δημιουργία της οργάνωσης καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Λύσσας η 28η Σεπτεμβρίου.

Φυσική ανοσία στη λύσσα έχουν ομάδες ιθαγενών του Αμαζονίου.

Επιστήμονες για πρώτη φορά εντόπισαν ανθρώπους που ο οργανισμός τους έχει φυσική προστασία απέναντι στη λύσσα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε σε επιστημονικό έντυπο. Πρόκειται για απομακρυσμένες κοινότητες του Αμαζονίου στο Περού, που τακτικά εκτίθενται σε νυχτερίδες-βαμπίρ (φορείς του ιού της λύσσας) και έτσι φαίνεται πως έχουν σταδιακά αποκτήσει φυσική ανοσία. Η ανακάλυψη καταρρίπτει την έως τώρα πεποίθηση ότι η μόλυνση από λύσσα είναι σχεδόν 100% θανατηφόρα, εκτός αν χορηγηθεί άμεσα η κατάλληλη θεραπεία.

Τα ευρήματά, δείχνουν για πρώτη φορά ότι ίσως υπάρχει ένα είδος φυσικής αντίστασης ή αυξημένης ανοσολογικής αντίδρασης σε ορισμένους πληθυσμούς που εκτίθενται συχνά στη νόσο. Στην περίπτωση των κατοίκων του Αμαζονίου, ορισμένοι, παρόλο που δεν είχαν εμβολιαστεί ποτέ πριν, βρέθηκαν να έχουν στο αίμα τους αντισώματα κατά του ιού της λύσσας. Από αυτό, κατά τους επιστήμονες, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η έκθεση των ανθρώπων στον ιό δεν έχει κατ’ ανάγκη μοιραία κατάληξη. Δεν αποκλείεται μάλιστα, το ποσοστό των ατόμων με φυσική ανοσία να είναι μεγαλύτερο, αφού όσοι δεν έχουν κάποιο ύποπτο σύμπτωμα για λύσσα, δεν καταφεύγουν στο νοσοκομείο για έλεγχο.