ΛΥΣΣΑ
Τα πρόσωπα του έργου: Ο Γιός, η Μάνα, ο Θείος, το Τσιράκι, ο κλακαδόρος Α’, ο Κλακαδόρος Β’, ο Καφετζής, η Γριά, ο Θαμώνας Α’, ο Θαμώνας Β’, ο Προβολατζής.
ΣΕΚΑΝΣ 1η
ΣΚΗΝΗ 1η
[έξω στο χωριό, νωρίς το πρωί]
Ένας αδέσποτος σκύλος μπαίνει ράθυμα στο χωριό από τον κεντρικό δρόμο. Ερημιά. σπίτια δεξιά και αριστερά και στο βάθος άνοιγμα. Το χωριό βρίσκεται λίγο πάνω από την θάλασσα, τα σπίτια είναι πέτρινα, δρόμοι δεν υπάρχουν εκτός από τον κεντρικό. Στην πλάτη του χωριού υψώνεται το βουνό. Ο σκύλος είναι ισχνός, αδυνατισμένος και βρώμικος. Μυρίζει δεξιά και αριστερά τα χόρτα στις άκρες του δρόμου αναζητώντας τροφή.
ΣΚΗΝΗ 2η
[έξω από το σπίτι, πρωί]
Ο ΓΙΟΣ κάνει δουλειές στο κατώι του σπιτιού. Στοιβάζει μερικά σακιά σε ένα υπόστεγο έξω από το σπίτι. Δείχνει μια μικρή δυσαρέσκεια για τον φόρτο της δουλειάς αλλά γενικώς είναι ήρεμος, σαν να σκέπτεται κάτι διαρκώς.
ΣΚΗΝΗ 3η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Η ΜΑΝΑ είναι στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού και ετοιμάζει το φαγητό. Οι κινήσεις της είναι επαναλαμβανόμενες και ίδιες. Είναι μαυροφορεμένη, έχει το μαντίλι ριγμένο στους ώμους της. Εικονίσματα σε ένα μέρος του τοίχου, και φωτογραφίες προγόνων.
Η Μάνα βγαίνει στην αυλή κρατώντας μια λεκάνη με νερό. Πηγαίνει στην άκρη της αυλής και αδειάζει τα απόνερα στο έδαφος. Ξαναμπαίνει στο δωμάτιο. Μετά από λίγο μπαίνει ο Γιος στο σπίτι, κάτι παίρνει από ένα ντουλάπι, για να ξαναβγεί.
ΜΑΝΑ: Σου έχω ετοιμάσει να φας.
ΓΙΟΣ: Πιο μετά, πάω στα δέντρα να μαζέψω.
ΜΑΝΑ: Και τ’ αλώνι;
ΓΙΟΣ: Θα γίνει.
(Βγαίνει από το σπίτι).
ΣΚΗΝΗ 4η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Η Μάνα στέκεται κοντά στο παράθυρο και κοιτάζει τον γιο που φεύγει.
ΣΚΗΝΗ 5η
[έξω από το σπίτι, πρωί]
Ο Σταματάκης, πηγαίνει στο χωράφι και κάνει δουλειές, καθώς επιστρέφει προς το σπίτι κοντοστέκεται σε μια μετόπη και ατενίζει δεξιά προς τα κάτω, την πλαγιά και το πέλαγος (Αγνάντι). Στέκεται για λίγο ατενίζοντας και συνεχίζει τον δρόμο του.
ΣΚΗΝΗ 6η
[έξω από το κοινοτικό γραφείο, απόγευμα]
Ο ΘΕΙΟΣ κάθεται σε μια καρέκλα και κοιτάζει το ΤΣΙΡΑΚΙ και τον ΚΛΑΚΑΔΟΡΟ Α’, που σημαιοστολίζουν την είσοδο του γραφείου και τοποθετούν μια μεγάλη ξύλινη ταμπέλα που γράφει με άσπρα γράμματα σε μπλε φόντο «Κοινοτικό Γραφείον». Ο Θείος, γύρω στα πενήντα με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι. Το Τσιράκι, μικροκαμωμένος και νευρώδης τύπος με μάτι αχόρταγο και επιτηδευμένη ευγένεια είναι ανεβασμένος πάνω σε μικρή σκάλα και ισιώνει μια γιρλάντα με σημαιάκια.
ΤΣΙΡΑΚΙ: Τώρα μάλιστα, έγινε σωστό γραφείο της κοινότητος.
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Μπράβο, Γιώργαρε, τέτοιες τιμές, άντε και βουλευτής.
ΘΕΙΟΣ: Να’ σαι καλά Μάρκο και ‘συ και η φαμίλια σου.
ΣΕΚΑΝΣ 2η
ΣΚΗΝΗ 7η
[μέσα στο σπίτι του Κλακαδόρου A’, πρωί]
Η ΓΥΝΑΙΚΑ του Κλακαδόρου Α’ σηκώνεται από το κρεβάτι που κοιμάται μαζί του και βάζει πάνω στην θράκα της εστίας ένα τσουκάλι. Το ανακατεύει λίγο και μετά ξαναμπαίνει κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Ξημερώνει έξω και το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Το φωτίζει μόνο η φλόγα του καντηλιού και η θράκα. Η γυναίκα είναι γυρισμένη πλάτη στον κλακαδόρο και αυτός κολλάει πάνω της και αρχίζει να μουγκρίζει. Η γυναίκα δεν αντιδρά καθόλου και αυτός σχεδόν αμέσως σηκώνεται. Η γυναίκα μένει ξαπλωμένη και αυτός βάζει από το τσουκάλι και αρχίζει να τρώει. Τέλος σηκώνεται, κάτι μουγκρίζει μέσα από τα δόντια του, ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
ΣΚΗΝΗ 8η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Ο Γιος βγαίνει από το δωμάτιό του, η Μάνα φεύγει από τα εικονίσματα όπου σταυροκοπιέται και του βάζει κάτι για πρωινό στο τραπέζι. Δεν μιλάνε, αυτός σηκώνεται και βγαίνει.
ΣΚΗΝΗ 9η
[έξω, πρωί]
Ο Γιος στέκεται στο αγνάντι
ΣΚΗΝΗ 10η
[έξω στο χωριό, μεσημέρι]
Ο ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’ και ο ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’ συναντούν περπατώντας τον αδέσποτο σκύλο να ψάχνει στα αγριόχορτα.
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Τι είναι τούτος;
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’: Αδέσποτος
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Μην είναι από το διπλανό χωριό;
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’: Kι αν είναι; Αδέσποτος είναι σου λέω, σαν αυτούς στο βουνό.
( παίρνουν πέτρες από κάτω ).
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Βάρα του…
( του ρίχνουν πέτρες ).
ΣΚΗΝΗ 11η
[μέσα στο καφενείο, μεσημέρι]
Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ είναι πίσω από τον πάγκο του, μια γριά με μαύρο μαντήλι κάθεται σε τραπέζι μπροστά στον πάγκο και καθαρίζει χόρτα. Το καφενείο είναι μικρό και μακρόστενο, τα τραπέζια είναι κολλημένα στον τοίχο και απέναντι τους είναι τα παράθυρα και η πόρτα που βλέπουν στον δρόμο. Το ΤΣΙΡΑΚΙ και ο ΘΑΜΩΝΑΣ κάθονται στο ένα τραπέζι.
Μπαίνουν μέσα οι δυο Κλακαδόροι με χάχανα.
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Του δώσαμε και κατάλαβε…
ΤΣΙΡΑΚΙ: Ποιανού;
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Ένα αδέσποτο…
ΤΣΙΡΑΚΙ: Τι γίνεται μωρέ; Θα μας φάνε όλα τα αδέσποτα που μαζευτήκαν στο χωριό. Θα
μας φάνε ζωντανούς.
ΣΚΗΝΗ 12η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Ο Γιος μπαίνει μέσα στον στάβλο. Ζώα δεν υπάρχουν και τον χρησιμοποιούν ως αποθήκη. Προχωράει στο βάθος και βγάζει ένα μικρό ξύλινο κουτί κρυμμένο πίσω από τα ξύλα. Το ανοίγει με μυσταγωγικό τρόπο, μέσα βρίσκονται αποκόμματα από εφημερίδες με τίτλους για τον εμφύλιο. Έχει ένα δύο αντικείμενα ακόμη, κάποιες φωτογραφίες, ένα μαχαίρι.
ΣΚΗΝΗ 13η
[έξω κοντά στο χωριό. Απόγευμα].
Πανοραμικά πλάνα του χωριού. Βραδιάζει.
ΣΚΗΝΗ 14η
[μέσα στο κοινοτικό γραφείο, βράδυ]
Ο Θείος, το Τσιράκι και οι Κλακαδόροι Α’ και Β’ παίζουν χαρτιά. Η ατμόσφαιρα στο γραφείο είναι πνιγηρή, μια λάμπα πάνω στο τραπέζι, ποτήρια με τσίπουρο, καπνοί, μαύρο φόντο. Ακούγεται μουσική από το γραμμόφωνο.
ΤΣΙΡΑΚΙ: Γεια σου Μαγγανά μου γεια σου, με τους Χίτες τα παιδιά σου
(σιγοτραγουδάει τα λόγια του τραγουδιού που ακούγεται από το γραμμόφωνο)
ΘΕΙΟΣ: (λέει χαρούμενος για το χαρτί που σήκωσε και με την κίνησή του δείχνει πως είναι ο νικητής της παρτίδας) Να και ο Ρήγας, ο τσίφτης, ο μαλαματένιος, (δείχνοντας όλα τα χαρτιά του στους άλλους),να και ο Γιώργαρος, (λέει για τον εαυτό του και αρχίζει να μαζεύει τα χαρτιά από το τραπέζι), που με το Ρήγα έγινε πάλι άρχοντας.
Ο Κλακαδόρος Α’ χαμογελάει υποτακτικά, ο Κλακαδόρος Β’ δυσφορεί ξεφυσώντας, μαζεύει τα χαρτιά μπροστά από τον θείο, και αρχίζει να μοιράζει ξανά, οι άλλοι πίνουν.
ΘΕΙΟΣ: (χτυπώντας ευχαριστημένος με το χέρι του τον ώμο του Τσιρακιού)
Γλέντα ρε Σπύρο, γλέντα μωρέ, τώρα που ήρθαμε στα πράγματα θα το γλεντάμε με την ψυχή μας.
ΤΣΙΡΑΚΙ: (σηκώνοντας το ποτήρι του ψηλά για να τσουγκρίσουν) Θα φάει η μύγα σίδερο…
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’: Άντε, γεια μας (τσουγκρίζουν όλοι)
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Θα τα λιανίσουμε τα σκυλιά…
ΘΕΙΟΣ: Όπως τότε στην Καλαμάτα, που τους περάσαμε λεπίδι. Αμ είχαμε μπροστάρη το Μαγγανά… Δεν τον γνωρίσατε εσείς το Μαγγανά, να σας πει ο Σπύρος…
ΤΣΙΡΑΚΙ: Αυτός είναι παλικάρι!
ΘΕΙΟΣ: Εφτάψυχος ρε σας λέω. Αητός, αητός! Μια φορά κατάφεραν και τον στριμώξαν οι άπλυτοι, εκεί κατά Μελιγαλά μεριά και πάλι γλύτωσε.
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Να ‘ναι καλά εκεί που είναι.
ΘΕΙΟΣ: Τον επετάξανε στην πηγάδα, κι αυτόν κι όλη του τη φαμελιά. Αλλά δεν τον
αποτελειώσανε καλά κι αυτός άμα συνέρχεται λίγο τι κάνει; Βάνει τα κουφάρια των άλλων, κάνει σκάλα, βγαίνει όξω, χάνεται!
ΤΣΙΡΑΚΙ: Μωρέ πάτησε επί πτωμάτων που λένε!
ΘΕΙΟΣ: Κι ύστερα, ποιος είδε τον θεό και δεν τον εφοβήθηκε,
χωρίς αυτόν δεν θα καθάριζε ο τόπος απ΄ τη λέρα… και τώρα… μείνανε να
γυροφέρνουν πάλι τα βουνά τα σκυλιά… αλλά που θα πάει, λιγοστεύουνε οι μέρες τους.
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’: Έρχονται κι οι χωροφυλάκοι από την Τρίπολη, δεν τη γλυτώνουν οι αδέσποτοι…
ΤΣΙΡΑΚΙ: Γεια μας, (ΟΛΟΙ), Γεια μας!
Το Τσιράκι σηκώνεται να χορέψει σπρώχνοντας την καρέκλα στο πλάι. Καθώς στριφογυρνάει φαίνεται στην ζώνη του το πιστόλι του, κάνει να το πιάσει και κοιτάει το Θείο σαν να ζητά άδεια.
ΘΕΙΟΣ: Βάρα το μωρέ Σπύρο, βάρα και μη σε νοιάζει, εγώ είμαι εδώ…
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Α’: Ώπα…(χτυπάει παλαμάκια).
ΚΛΑΚΑΔΟΡΟΣ Β’: Γεια μας…( πίνουν όλοι).
Ακούγονται τρείς πυροβολισμοί, γέλια και επευφημίες.
ΣΕΚΑΝΣ 3η
ΣΚΗΝΗ 15η
[έξω από το χωριό, πρωί]
Ο Γιος βγαίνει από το σπίτι για να πάει στο χωράφι. Φτάνει εκεί και αρχίζει να δουλεύει. Δεξιά προς την πλαγιά βλέπει ένα άλογο χωρίς αναβάτη να αναζητά τροφή. Έχει χαλινάρια και για σέλα, έχει μια παλιά τυλιγμένη κουβέρτα στη ράχη του. Το άλογο μόλις τον αντιλαμβάνεται απομακρύνεται φοβισμένο, αλλά στέκει λίγο πιο μακριά και τον κοιτάζει. Ο Γιος στέκεται εκεί και κοιτάζει το άλογο για λίγο ακόμη, μέχρι εκείνο να χαθεί στο βάθος της πλαγιάς.
ΣΚΗΝΗ 16η
[έξω από το καφενείο, πρωί]
Ο Καφετζής είναι έξω από το καφενείο και με ένα κανάτι ρίχνει νερό σε 2-3 τενεκέδες που έχουν λουλούδια.
ΣΚΗΝΗ 17η
[μέσα στο καφενείο, πρωί]
Οι Θαμώνες Α’, Β’, Γ’, το Τσιράκι και οι Κλακαδόροι Α’ και Β’ κάθονται και συζητάνε στο καφενείο.
Θαμώνας Α’ : (Διαβάζει εφημερίδα).
Τσιράκι : Μπράβο και εφημερίδα;
Θαμώνας Β’ : Περασμένη είναι, πα ΄ναι βδομάδες που την άφησε ο ενωμοτάρχης.
Τσιράκι : Για διάβασε μας κι εμάς τι γράφει, που δεν ξέρουμε γράμματα.
Θαμώνας Α’ : Τι τα θές, Πλαστήρα έχουμε πρωθυπουργό, τον Παπάγο δεν τον ήθελε η Φρειδερίκη.
Θαμώνας Β’ : Έχουμε και δημοκρατία και βασιλιά και βοήθεια από τον αμερικάνο. Τι άλλο θες ρε Σπύρο;
Τσιράκι : Να τελέψουμε με τα σκυλιά που μαγάρισαν τον τόπο.
Κλακαδόρος Β’: (με αηδία) Ναι, να τους αφανίσουμε πρέπει, κι αυτούς και τη σπορά τους. (δείχνει προς το Τσιράκι). Όπως έκανε ο Σπύρος.
(Όλοι σωπαίνουν απότομα).
ΣΚΗΝΗ 18η
[Έξω στο χωριό, μεσημέρι]
Ο Γιος γυρίζει προς το σπίτι και συναντάει το τσιράκι που κάθεται σε μια σκιά. Μόλις βλέπει τον γιο να περνάει του πετάει ένα χαλίκι και τον χαιρετά κοροϊδευτικά.
Τσιράκι : Σταματάκη! Έι, Σταματάκη…
(Ο Γιος τον κοιτάει αγριεμένος και τον προσπερνάει)
ΣΚΗΝΗ 19η
[μέσα στο σπίτι, μεσημέρι]
Ο Γιος μπαίνει στο σπίτι, τον περιμένει η Μάνα, μιλάνε και του βάζει να φάει, κάθονται και οι δύο στο τραπέζι. Οι κινήσεις της Μάνας είναι επαναλαμβανόμενες και νευρικές.
Μάνα : Θα πάρει μέρες με τις ρίζες; (Ο Γιος δεν απαντάει) Να πάρεις εργάτη να σε βοηθήσει …δεν μπορείς όλα μόνος σου.
Γιος : Δεν χρειάζεται, τα καταφέρνω.
Μάνα : Τα καταφέρνεις, τα καταφέρνεις, όλα μονάχος σου … ο θείος σου όλο με ρωτάει για σένα, όλο λέει γιατί δεν πας από εκεί…
Γιος : Τι να με κάνει;
Μάνα : Να μιλήσετε, για δουλειές…
Γιος : Δεν έχω καμιά δουλειά με αυτόν, και τις βρωμοδουλειές του.
Μάνα : Γιατί Σταμάτη μου, αυτός μας νοιάζεται και μας προστατεύει.
Γιος : Δεν θέλουμε προστάτη, μακριά…
Μάνα : Σώπασε!
Γιος : Γιατί να σωπάσω;
Μάνα : Είναι δύσκολοι καιροί Σταμάτη, τα πράγματα έρχονται τούμπα γρήγορα, ο θείος σου είναι ό,τι είναι αλλά είναι αδερφός μου και τώρα έχει δύναμη.
Γιος : Για να κάνει κι άλλα κρίματα…
Μάνα : Για άκουσε να σου πω.!!!( δαγκώνεται, αλλάζει ύφος) Κουράστηκες σήμερα, (τον χαϊδεύει στο κεφάλι, της κατεβάζει το χέρι, όχι απότομα), μην μου κακιώνεις, μόνο
εσένα έχω, αν σε χάσω…
Γιος : (σηκώνεται), Παράτα με, σου λέω, παράτα με (σηκώνεται και βγαίνει).
Μάνα : Σταμάτη, Σταμάτη είπα…
ΣΚΗΝΗ 20η
[μέσα στο κοινοτικό γραφείο, απόγευμα]
Ο Καφετζής εκτελεί και χρέη κουρέα. Τον φώναξε ο Θείος για να τον ξυρίσει.Στην καρέκλα του γραφείου κάθεται ο θείος, τον ξυρίζει και συζητάνε. Το Τσιράκι σε διπλανή καρέκλα και τους κοιτάζει. Μεταξύ Καφετζή και Θείου επικρατεί μια ένταση, με επίκεντρο την χρήση του ξυραφιού και το ταπεραμέντο του Καφετζή. Ο Καφετζής σαν να σκέφτεται να του κόψει το λαιμό, ο Θείος σαν να μαντεύει τις σκέψεις του. Ακούγεται από το ραδιόφωνο ανακοινωθέν της χωροφυλακής.
Ανακοίνωση : «Προβείτε εις προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών και αγροτικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται αναρχοκομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ήτοι συμπεριλαμβανομένων δημοσίων υπαλλήλων και επιστημόνων. Εφιστούμε την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι, επιστήμονες και άλλοι… Ο εχθρός πού αντιμετωπίζουμε και συνθλίβουμε είναι ό πλέον ύπουλος τού ιστορικού μας βίου. Μισεί θανάσιμα την Δημοκρατία και κραυγάζει αναισχύντως υπέρ αυτής. Απεργάζεται την στιγνοτέραν δουλείαν και δημοκοπεί εν ονόματι της ελευθερίας. Υποκρίνεται διά τα δεινά τού λαού και οραματίζεται μία κοινωνία κάτεργων»
Όσο ακούγεται η ανακοίνωση η ένταση κορυφώνεται μεταξύ τους, όμως όλα έχουν ένα κωμικό χαρακτήρα. Μόλις τελειώνει η ανακοίνωση και αρχίζει να ακούγεται μουσική, λύνεται απότομα και η ένταση, ο Θείος σηκώνεται τσαντισμένος από την καρέκλα και προχωράει προς το βάθος του γραφείου.
ΣΚΗΝΗ 21η
[έξω από το κοινοτικό γραφείο, πρωί.]
Η Μάνα προχωράει στα δρομάκια του χωριού, πηγαίνει στο κοινοτικό γραφείο, χτυπά την πόρτα, ο θείος αργεί να ανοίξει και βγαίνει με μια κοπέλα του χωριού η οποία τάχα μόλις έφευγε. Η κοπέλα είναι φοβισμένη, φεύγει κρατώντας λίγα τρόφιμα ντροπιασμένη. Η Μάνα και ο θείος στέκονται έξω από το γραφείο, ο Θείος είναι αμήχανος, η Μάνα τον κοιτάζει αγριεμένη, κάνει να φύγει αλλά αυτός την κρατάει. Προσπαθεί να την ηρεμήσει, την καλοπιάνει.
Θείος : Που πας; Τι έπαθες;
Μάνα : Άλλη φορά.
Θείος : Τι συμβαίνει;
Μάνα : Ο Σταμάτης…
Θείος : Ε τι ο Σταμάτης;
Μάνα : Όλο χάνεται μονάχος του, τι θα τον κάνω;
Θείος : Από μένα τι θες;
Μάνα : Πιάσ’ τον λίγο με το καλό, έχει και το χωράφι, όλα μονάχος του.
Θείος : Καλά… θα δω.
Μάνα : Και κάνε λίγο κράτει στους δικούς, υπάρχει και Θεός, κι όλα τα βλέπει, ακούς;
ΣΕΚΑΝΣ 4η
ΣΚΗΝΗ 22η
[έξω στο χωριό, πρωί]
Το Τσιράκι βλέπει το άλογο να τριγυρνάει. Το πλησιάζει, το παγιδεύει και το πιάνει.
ΣΚΗΝΗ 23η
[έξω από το καφενείο, πρωί]
Ο Καφετζής χαϊδεύει τον αδέσποτο σκύλο, τον ταΐζει και μιλάει συνωμοτικά μαζί του.
Καφετζής : Ποιος είσαι εσύ βρε; Εσένα κυνηγήσανε, ε? (τον χαϊδεύει).
Πεινασμένος είσαι ε; Πεινασμένος; Ποιανού είσαι εσύ, ε; Αλήτης είσαι, ε;
Πρόσεχε, να‘ ρχεσαι τα βράδια, ακούς; Τα βράδια.
ΣΚΗΝΗ 24η
[έξω στο χωριό, πρωί]
Ο Γιος είναι στο χωράφι και δουλεύει. Κοιτάζει γύρω, φαίνεται πως κάτι ψάχνει.
ΣΚΗΝΗ 25η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Μάνα είναι στο σπίτι μόνη, πάει στα εικονίσματα και προσεύχεται.
Μάνα : Είχα πάει από τον θείο σου… (ο Γιος δεν αποκρίνεται) Είπε θα στείλει άνθρωπο να σε βοηθήσει με τ’ αλώνι…
Γιος : Δεν θέλω σου είπα.
Μάνα : Γιατί Σταμάτη μου, για το καλό σου πασχίζουμε, τι σου συμβαίνει;
Γιος : Τον σιχαίνομαι σου είπα και αυτόν και τους λακέδες του.
Μάνα : Γιατί αγόρι μου; Τι σου κάνανε;
Γιος : Πρέπει να κάνουνε σε μένα; Τόσα εγκλήματα έχουν κάνει, για την πατρίδα… για τις κοιλιές τους…
Μάνα : Σσσς, σώπα…
Γιος : Αυτοί δεν σκοτώσανε τη Βασιλική; Επειδή ο άντρας της βγήκε στο βουνό; Δώδεκα χρονών μπροστά στην πλατεία… και δεν μίλησε κανένας …και κάνουν όλοι σαν να μην συνέβη τίποτα…
Μάνα : Σταμάτη σώπα, σώπασε είπα!!!
Γιος : Όλο σώπα, σώπα, όλο σωπαίνω, όλο σωπαίνω και δεν κάνω τίποτα.
Μάνα : Κι εγώ σε πλακώνω αγόρι μου;
Γιος : Και ‘συ, και αυτοί και όλα.
Μάνα : (αγριεύει) Να φύγεις τότε… Να φύγεις.
Κάνει να φύγει, ακούγονται φωνές.
Θείος : (από έξω) Αρίσταινα, Σταματή….
ΣΚΗΝΗ 26η
[έξω από το σπίτι, απόγευμα]
Ο Θείος μαζί με το Τσιράκι φέρνουν το άλογο. Βγαίνουν από το σπίτι και η Μάνα με τον Γιο.
Θείος : Έλα ρε Σταμάτη, να δεις ποιος είναι ο μπάρμπας σου.
Γιος : Τι θέλεις;
Θείος : Δες τι σού ‘φερα, για σένα και για την Μάνα σου. Βάλ’ το στη δουλειά κι όποτε θες καβάλα το, να ξεσκάς και συ λίγο…
Μάνα : Που το βρήκες; Τίνος είναι;
Θείος : Αδέσποτο ήταν, το τσάκωσε ο μπιστικός μου, έφυγε απ τους άπλυτους.
Γιος : Γιατί το ‘πιασες; Παράτα το ήσυχο, άστο να φύγει.
Τσιράκι : Να φύγει;
Μάνα : Γερό φαίνεται Σταμάτη μου, παρ’ το.
Γιος : Δεν το θέλω, άστο να φύγει.
Θείος : Να φύγει;
Γιος : Ναι, να φύγει.
Τσιράκι : Να το πάρουμε αφεντικό, να το βάλουμε στο λιοτρίβι
του Μάρκου, αξίζει παράδες.
Θείος : Δεν το θέλεις ανιψιέ; Μωρε τέτοια προσβολή δεν την περίμενα…
Τσιράκι: Πάμε να φύγουμε σου λέω, δεν μας θέλουνε.
Μάνα : Πάρ’ το παιδί μου, για καλό είναι, παρ’ το για χατίρι μου.
Γιος : Ας είναι τότε… Σ’χώρα με, θα το κρατήσω.
Θείος : Πάμε ρε Σπύρο, ας είναι.
Ο Θείος και το Τσιράκι φεύγουν τσαντισμένοι.
ΣΚΗΝΗ 27η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Μάνα μπαίνει στο σπίτι κλαίγοντας, πέφτει στο κρεβάτι μοιρολογώντας..
ΣΚΗΝΗ 28η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Ο Γιος βάζει το άλογο μέσα στο στάβλο. Το χαϊδεύει και μονολογεί , αυτό ηρεμεί και αναστατώνεται, σαν να συζητάνε. Ο Γιος βλέπει πως το άλογο έχει μια πληγή και είναι άρρωστο.
ΣΕΚΑΝΣ 5η
ΣΚΗΝΗ 29η
[έξω στον ελαιώνα, Πρωί]
Στο κυκλικό αλώνι ο Σταματάκης κάνει δουλειές, κάποια στιγμή αποκοιμιέται και βλέπει όνειρο. Βλέπει τον εαυτό του από ψηλά να είναι ξαπλωμένος στο κέντρο του αλωνιού.
ΣΚΗΝΗ 30η
[στο σπίτι του Κλακαδόρου Α’, μεσημέρι]
Ο Κλακαδόρος Α’ είναι στην αυλή του σπιτιού του και πάνω σε ένα τραπέζι φτιάχνει φόλες. Πλάθει λίγο ζυμάρι και αφού το χωρίζει σε μικρά κομμάτια τα γεμίζει με στρυχνίνη.
ΣΚΗΝΗ 31η
[Έξω από το σπίτι, μεσημέρι]
Ο Γιος επιστρέφει στο σπίτι, στέκεται στο αγνάντι και κοιτάζει μακριά.
ΣΚΗΝΗ 32η
[μέσα στο στάβλο, μεσημέρι]
Το άλογο είναι ανήσυχο στον στάβλο.
ΣΚΗΝΗ 33η
[μέσα στο καφενείο, απόγευμα]
Ο Προβολατζής φτάνει έξω από το καφενείο, ξεφορτώνει τα μπαγκάζια του και μια μηχανή προβολής, μπαίνει στο καφενείο. Μέσα βρίσκονται ο Καφετζής και 3-4 θαμώνες.
Θαμώνας Α’ : Καλώς τα δεχτήκαμε….
Προβολατζής : Χαιρετώ την ομήγυρη. Καλώς σας βρήκα.
Καφετζής : (παρατάει την ποδιά του στον πάγκο και πηγαίνει προς τον Προβολατζή ξαφνιασμένος ευχάριστα, του σφίγγει το χέρι). Ερμή καλώς ήρθες, να σου βάλλω ένα κρασί να δροσιστείς.
Προβολατζής : Νά’ σαι καλά ρε Νικόλα, έρχομαι από μακριά και πίσω μου όλα πυρωμένα.
Θαμώνας Β’ : Τι μας φέρνεις απ τον έξω κόσμο, καλά νέα; Θα ημερέψει ο τόπος;
Θαμώνας Α’ : Έφερες τον κινηματόγραφο; Θα δούμε το Βασιλιά; Να μηνύσω στην κυρά μου να κατέβει από το βουνό, Θα σκάσει άμα δεν τον δει, τον έφερες;
Προβολατζής : Έννοια σου, μα δεν τον έφερα εγώ, κάτι άλλοι και κάτι σαν και του λόγου σου…
Καφετζής : (φέρνει το ρόφημα και κάθεται) Νόμιζα πως δεν θα σε ξαναδούμε, εδώ κάτω μας ξεχνάνε όλοι.
Προβολατζής : Αγρίεψαν τα πράγματα, δύσκολο να τριγυρνάς στις ερημιές, και πως; Ούτε η βενζίνα δεν βγαίνει
Θαμώνας Β’ : Πρόσεχε τους κατσαπλιάδες, ακόμα σφάζουν κόσμο και γυροφέρνουν κάποιοι εδώ γύρω.
Καφετζής : (κοιτάζονται με τον Προβολατζή και ο Καφετζής αλλάζει την κουβέντα…) Τι έφερες να δούμε;
Προβολατζής : Πολλά! Έχω Ναζωραίο, Κωνσταντίνο, Αμερικάνο, Εγγλέζο, πράματα και θάματα και άλλα πολλά…
Θαμώνας Α’ : Να’ σαι καλά, να μας ανοίξεις τα μάτια, να ξέρουμε τι μας γίνεται.
Προβολατζής : Και τι μας ξεγίνεται…(γυρνώντας προς τον Καφετζή) Φουσκωμένοι καιροί… και τι θα γεννήσουν…
ΣΚΗΝΗ 34η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Μάνα μέσα στο σπίτι. Κάνει δουλειές με επαναλαμβανόμενες και νευρικές κινήσεις.
ΣΚΗΝΗ 35η
[έξω στην πλατεία του χωριού, βράδυ]
Ο κόσμος του χωριού αρχίζει να μαζεύεται, αρχίζει η προβολή. Η ταινία που παίζει είναι «Τα πάθη του Χριστού». Τελειώνει η ταινία και αρχίζουν τα Επίκαιρα της εποχής μαζί με εικόνες του μέλλοντος.(από το 1950 έως το Πολυτεχνείο ’73). Οι θεατές σχολιάζουν και επευφημούν. Τελειώνει η προβολή.
ΣΚΗΝΗ 36η
[μέσα στο κοινοτικό γραφείο, βράδυ]
Ο Θείος και το Τσιράκι πίνουν
Τσιράκι : Ωραία πράγματα είδαμε απόψε, ωραίες στολές, και η γαλανόλευκη πώς κυμάτιζε, κοντεύει και της Παναγίας.
Θείος : Ωραία πράγματα ε; θα πάμε μπροστά ρε Γκοτζαμάνη, θα πάμε μπροστά. Φτάνει να ξεβρωμίσει ο τόπος απ τους άπλυτους… Και αυτός ο ανιψιός μου, μπας και έχει ξεγελαστεί από δαύτους;
Τσιράκι : Δεν ξέρω αφεντικό, κάποιες φορές θαρρώ πως τους έχουνε μολύνει όλους.
Θείος : Πες το ψέματα.
Τσιράκι : Πάνε καλά τα πράγματα όμως, ε… και να, έλεγα…
Θείος : Τι ΄ναι μωρέ; μίλα.
Τσιράκι : Έλεγα, να αφεντικό, να πάω κάποια στιγμή κατά την πατρίδα μου, τη Σαλονίκη. Από τον πόλεμο που ήρθα εδώ δεν ξαναπήγα.
Θείος : Και το λοιπόν; δεν περνάς καλά κοντά μου;
Τσιράκι : Ναι δεν λέω, αλλά να, έχω ένα ξαδελφάκι στην Σαλονίκη, δικό μας παιδί, πατριώτης,
μήνυσε να πάω να συνεταιριστούμε.
Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κλακαδόρος Α’, είναι λαχανιασμένος και φοβισμένος.
Κλακαδόρος Α’: Αφεντικό, οι αντάρτες χτύπησαν τους χωροφυλάκους στο βουνό.
Θείος : Πότε μωρέ;
Κλακαδόρος Α’: Τώρα , κατέβηκε ο βοσκός του Κυρ Αντρέα τρεχάλα απ το βουνό να ειδοποιήσει, γίνεται χαλασμός…
Θείος : (στο τσιράκι) Μάζεψε όσους μπορείς και πάμε να τους προλάβουμε.
Σηκώνονται, ο Θείος παίρνει ένα όπλο από ένα ντουλάπι και βγαίνουν έξω μουγκρίζοντας βλαστήμιες.
ΣΚΗΝΗ 37η
[μέσα στο σπίτι, βράδυ]
Ο Γιος με την Μάνα κάθονται στο τραπέζι, η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Ξαφνικά ακούνε ποδοβολητά και φασαρία από έξω, ακούγονται και 2-3 πυροβολισμοί στον αέρα, είναι οι κλακαδόροι που πάνε για να κυνηγήσουν τους αντάρτες. Ακούγονται και ομιλίες που λένε για την ενέδρα.
Μάνα : (κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο) Κακό γίνεται… Παναγιά μου, ο θείος σου είναι με τους δικούς του.
Γιός : Πάνε για αγαθοεργίες…
(Η Μάνα τον κοιτάζει αγριεμένη, ακούγονται φωνές που λένε για την ενέδρα)
Μάνα : Τ΄ ακούς; έγινε φονικό.
(Ο Γιός σηκώνεται κι αυτός τώρα αναστατωμένος και κοιτάζει έξω, ακούνε για τους σκοτωμένους χωροφύλακες)
Γιός : Να αγιάσουν τα χέρια τους
Μάνα : Τι λες Σταμάτη; Τρελάθηκες; τι ξεστόμισες;
Γιός : Αυτό που είπα.
Μάνα : Τι θες; Να πας με τους φονιάδες;
Γιός : Όχι να κάθομαι εδώ να σε γηροκομώ.
Μάνα : Μπρος φύγε, πήγαινε, εγώ σε κρατάω; Τράβα! Πήγαινε, να τα βάλεις με όλους, με μένα, με τον θείο σου, με το χωριό, με όλους…
(σπρώχνονται, την αναγκάζει να τον αφήσει και βγαίνει από το σπίτι).
ΣΚΗΝΗ 38η
[μέσα στο στάβλο, βράδυ]
Ο Γιος πηγαίνει μέσα στο στάβλο, είναι με το άλογο, το χαϊδεύει και μονολογεί νοητά, αυτό ηρεμεί και αναστατώνεται σαν να συζητάνε. Σχεδόν του απλώνει το χέρι και κάποια στιγμή το άλογο τον δαγκώνει, όχι δυνατά, αυτός δεν αντιστέκεται καθόλου.
ΣΕΚΑΝΣ 6η
ΣΚΗΝΗ 39η
[στο σπίτι του Κλακαδόρου Α’, πρωί]
Ο Κλακαδόρος Α’ κοιμάται μέσα στο σπίτι, Έξω στην αυλή έχει τα παπούτσια του. Ο σκύλος εμφανίζεται στην αυλή μυρίζει τα παπούτσια και μετά αφοδεύει επάνω τους.Φεύγει.
ΣΚΗΝΗ 40η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Ο Γιος στο δωμάτιό του άρρωστος στο κρεβάτι του, έχει πυρετό και κρυάδες. Η Μάνα μπαίνει στο δωμάτιο.
Μάνα : Τι έχεις, παιδί μου; Κρύωσες. Θα πάω στην θεια να φέρω να σου βράσω βοτάνι.
(βγαίνει έξω από το δωμάτιο, σταυροκοπιέται).
ΣΚΗΝΗ 41η
[στο σπίτι του Κλακαδόρου Α’, πρωί]
Ο Κλακαδόρος Α’ ξυπνάει, σηκώνεται από το κρεβάτι και βγαίνει στην αυλή για να φορέσει τα παπούτσια του.
ΣΚΗΝΗ 42η
[μέσα στο καφενείο, μεσημέρι]
Οι θαμώνες συζητάνε αναστατωμένοι και εξαγριωμένοι.
Θαμώνας Α’ : Τι κακό κι αυτό. Τόσοι χωροφύλακες… Τα σκυλιά!
Θαμώνας Β’ : Να γίνει στο χωριό μας; Θα ‘ρθούνε τώρα οι χωροφυλάκοι απ την πρωτεύουσα, θα τους πάρουν στο κατόπι και αλίμονο τους.
Θαμώνας Γ’ : Το κράτος πρέπει να έχει δύναμη.
ΣΕΚΑΝΣ 7η
ΣΚΗΝΗ 43η
[μέσα στο στάβλο, πρωί]
Το άλογο είναι ανήσυχο.
ΣΚΗΝΗ 44η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Ο Γιος στο δωμάτιό του, άρρωστος στο κρεβάτι του, έχει πυρετό και κρυάδες. Η Μάνα μπαίνει στο δωμάτιο του, τον ρωτάει αν αρρώστησε. Ο Σταματάκης αντιδρά περίεργα.
ΣΚΗΝΗ 45η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Η Μάνα στέκεται μπροστά στα εικονίσματα και προσεύχεται.
ΣΚΗΝΗ 46η
[έξω από το κοινοτικό γραφείο, πρωί]
Θείος, κλακαδόροι, Τσιράκι. Ο Κλακαδόρος Β’ κάνει κοροϊδευτικά πως μυρίζει προς το μέρος του Κλακαδόρου Α’, αυτός τον κοιτάζει αγριεμένος και ο Β’ δεν κρατιέται και σκάει στα γέλια.
Κλακαδόρος Β’ : Μα μέσα στο παπούτσι; ( ξανά σκάει στα γέλια ).
Θείος : Τι πάθατε μωρέ;
Κλακαδόρος Α’ : Κάποιο αγρίμι έκανε την ανάγκη του στο παπούτσι μου, πανάθεμα το. (Γελάνε όλοι.)
Κλακαδόρος Β’: Του λέω πως είναι το αδέσποτο που πετροβολήσαμε μα δεν με πιστεύει.
Τσιράκι : Λές;
Κλακαδόρος Α’ : Έννοια σου και θα το κανονίσω (Βγάζει μέσα από το σακάκι του μια μικρή σακούλα και την ρίχνει πάνω στο τραπέζι).
ΣΚΗΝΗ 47η
[μέσα στο σπίτι, πρωί]
Ο Γιος στο δωμάτιο του, άρρωστος στο κρεβάτι του, έχει πυρετό και κρυάδες. Η Μάνα κάθεται στο διπλανό δωμάτιο. Ο Γιος σηκώνεται από το κρεβάτι με κόπο και προσπαθεί να ντυθεί. Η Μάνα τον ακούει που σηκώθηκε, μπαίνει στο δωμάτιό του, τον φροντίζει λίγο και τον ξαναβάζει στο κρεβάτι. Βγαίνει από το δωμάτιο ανήσυχη και τον κλειδώνει μέσα.
[εμφάνιση πρώτων συμπτωμάτων της ασθένειας,, σημάδια αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς που περιλαμβάνουν ευερεθιστότητα, ανησυχία, φωτοφοβία].
ΣΚΗΝΗ 48η
[έξω στο χωριό, μεσημέρι]
Ο Κλακαδόρος Α’ προχωράει στο χωριό και ρίχνει τις φόλες δεξιά και αριστερά.
ΣΚΗΝΗ 49η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Γριά μπαίνει στο σπίτι, μαζί με την Μάνα.
Η Γριά μόλις τον βλέπει τρομάζει και δαγκώνεται, τον ακουμπάει με το κλαράκι δεντρολίβανο και μουρμουρίζει βασκανίες. Η Γριά και η Μάνα και βγαίνουν έξω από το δωμάτιο. Κοιτάζονται με την Μάνα αναγνωρίζοντας και οι δύο την αρρώστια.
Γριά : (κοιτάζοντας τη Μάνα) Λύσσα…
ΣΕΚΑΝΣ 8η
ΣΚΗΝΗ 50η
[μέσα στο καφενείο. πρωί]
Θαμώνας Α’ : Αμ, του Σταμάτη η συμφορά; Τον άρπαξε η λύσσα, τον δύστυχο. Θα φέρουνε γιατρό από την πόλη, αλλά…
Καφετζής : Πότε; Πότε θα ‘ρθει ο γιατρός;
Θαμώνας Α’: Κοντά. Τρεις μέρες πάνε που τον φωνάξανε.
Θαμώνας Β’: Θα αρρωστήσουμε όλοι, όλες οι συμφορές μαζί.
Θαμώνας Γ’: Να βρούμε το λυσσάρικο γρήγορα γιατί θα αφανίσει όλο το χωριό.
Ο Καφετζής χλομιάζει. Εκείνη την στιγμή περνάει ο αδέσποτος σκύλος έξω από το καφενείο. Τον βλέπουν και ορμάνε έξω για να τον πιάσουν.
ΣΚΗΝΗ 51η
[έξω κοντά στο χωριό. πρωί]
Πανοραμικά πλάνα του χωριού
ΣΚΗΝΗ 52η
[μέσα στο στάβλο, πρωί]
Ο Θείος, το Τσιράκι και οι Κλακαδόροι βάζουν τον Γιο στο στάβλο. Τον ξαπλώνουν σε ένα πρόχειρο στρώμα. Το άλογο μόλις μπαίνουν στον στάβλο ηρεμεί, μόλις μένει μόνο με τον Σταματάκη γίνεται ανήσυχο πάλι. Αρχίζει ένας διάλογος μεταξύ τους δίχως λόγια.
ΣΚΗΝΗ 53η
[μέσα στο καφενείο, βράδυ]
Ο Καφετζής βγάζει σχεδόν σπρώχνοντας τους Κλακαδόρους έξω από το καφενείο.
Καφετζής : Έξω μωρέ, έξω!
Κλακαδόρος Α : Τι έπαθες;
Καφετζής : Εξω είπαμε, κλειστόν για σήμερα.
Θαμμώνας Α : Τι είναι τούτα μωρέ; Και που θα πιούμε εμείς κρασί;
Καφετζής : Να πάτε σπίτια σας,
νοικοκυραίοι είσαστε να πάτε να ξαποστάσετε.
Τώρα που ξεβρωμίαστατε τον τόπο θα κουραστήκατε, ε;
Θαμώνας Β : Πανάθεμα σε.
Καφετζής : Βρε ουστ.
ΣΕΚΑΝΣ 9η
ΣΚΗΝΗ 54η
[μέσα στο καφενείο, μεσημέρι]
Θαμώνες, Καφετζής, Γριά, Θείος, Τσιράκι. Το Τσιράκι και ο Θείος κάθονται σε τραπέζι. Ο Καφετζής είναι πίσω από τον πάγκο.
Καφετζής : Μίλα το λοιπόν! Τι είπε ο γιατρός;
Θείος : Άσχημα.
Γριά : Κρίμα το παιδί, άτυχο, κι η Μάνα του…
Θαμώνας Γ’: Τι είπε, θα τον πάρουν στην Αθήνα;
Θείος : Έφυγε βιαστικός για τα χωριά. Θα ‘ρθει στον γυρισμό… και αν τον προλάβει…
Γριά : Κρίμα το παιδί, χτυπιέται μονάχο του…
Θείος : Τόν βάλαμε στο στάβλο, μη χυμήξει στη μάνα του.
Καφετζής : Δεν σώνεται;
Θαμώνας Β’: Βασανίζεται άδικα, και θα βλάψει και κανέναν.
(Ο θείος τον κοιτάει άγρια)
Θαμώνας Γ’: Γιώργη τι θα κάνεις; εσύ πρέπει να πάρεις απόφαση, η αδερφή σου τα’ χει χαμένα…
Θείος : Τι απόφαση; Μιλάτε…
Θαμώνας Β’ : Ο Σταματάκης έφυγε, δεν έχει γυρισμό. Θα τον αφήσετε να τυραννιέται;
Θείος : Τι λέτε μωρέ; Λυσσάξατε όλοι σας;
Γριά : Να πας να μιλήσεις στη Μάνα του, κι αυτή θα καταλάβει.
Θείος : Σώπασε γριά.
Θαμώνας Γ’ : Θα ‘ρθούμε και εμείς, να της μιλήσουμε, να μην είσαι μονάχος.
Θείος : Σωπάτε είπα… (Σηκώνεται θυμωμένος και φεύγει από το καφενείο.)
ΣΚΗΝΗ 55η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Μάνα κάνει απολύμανση σε όλους τους χώρους του σπιτιού, είναι ανέκφραστη, τρίβει μανιωδώς το ίδιο σημείο του πατώματος του σπιτιού, έως ότου ματώσουν τα χέρια της, κάτι το οποίο για λίγη ώρα δεν το αντιλαμβάνεται και συνεχίζει με σπασμωδικές κινήσεις -πάντα επαναλαμβανόμενες και ίδιες- να καθαρίζει. Ξεσπάει σε ένα σιωπηλό κλάμα.
ΣΚΗΝΗ 56η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Η Γριά είναι μέσα στον στάβλο και κάνει μαγγανείες.Προσπαθεί να δώσει στον Σταματάκη ένα ποτήρι με νέρο (με κάποιο γιατρικό μέσα), αλλά ο Σταματάκης είναι ευερέθιστος στην επαφή με το νερό και αντιδρά έντονα.
ΣΚΗΝΗ 57η
[μέσα στο σπίτι, απόγευμα]
Η Μάνα συνεχίζει την απολύμανση του σπιτιού. Μπαίνει η Γριά η οποία την κοιτάει κουνώντας το κεφάλι της δεξιά αριστερά με απελπισία.
Γριά : Δεν έχει αναπαμό, να μηνύσεις να πάρουνε το ζωντανό από εκεί μέσα, αμαρτία τώρα που θα τυραννιέται.
ΣΚΗΝΗ 58η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Ο Σταματάκης περνάει κρίση με το άλογο στο στάβλο. Είναι πολύ εξαντλημένος και καταπονημένος. Ο Γιος έχει κόκκινα μάτια, είναι αφυδατωμένος και αρχίζει να έχει παραισθήσεις.
ΣΚΗΝΗ 59η
[έξω στο βουνό, νύχτα]
Τον βλέπουμε να ανεβαίνει την πλαγιά και να χάνεται στα δέντρα. Περιπλανιέται αλαφιασμένος, γελάει δυνατά και γρυλίζει σαν ζώο.
ΣΚΗΝΗ 60η
[στο μοναστήρι]
Ο Γιος φτάνει στον τόπο της ενέδρας. Εκεί βρίσκεται ένα παλιό εγκαταλειμμένο μοναστήρι. Μπαίνει μέσα στα χαλάσματα, ακούει καμπάνες βλέπει τις τοιχογραφίες με τους Αγίους.
ΣΚΗΝΗ 61η
[έξω από το μοναστήρι, νύχτα]
Ο Γιος βγαίνει από το μοναστήρι αλαφιασμένος και τρέχει στο ρυάκι που υπάρχει, αρχίζει να τσαλαβουτάει στο νερό που γίνεται αίμα και στα βράχια γύρω του παντού αίμα. Αρχίζει να στριφογυρνάει με τα χέρια ψηλά. Μαίνεται. Τσαλαβουτάει πατώντας μέσα στο αίμα-νερό. Τα δέντρα κλείνουν από πάνω του, ακούει να φωνάζουν το όνομά του από μακριά, τον φωνάζουν δυνατά ξανά και ξανά.
ΣΚΗΝΗ 62η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Ο Γιος αρχίζει να συνέρχεται από τον εφιάλτη, βρίσκεται στο στάβλο κάθιδρος. Ακούει μια ψιθυριστή φωνή να λέει το όνομά του…
ΣΚΗΝΗ 63η
[έξω από το στάβλο, απόγευμα]
Ο Καφετζής βρίσκεται έξω από το στάβλο κοντά στο παράθυρο και μιλάει στο Γιο.
Καφετζής : Σταματάκη, ε Σταματάκη… Κοίτα να γιάνεις, ακούς; Να γιάνεις.
ΣΕΚΑΝΣ 10η
ΣΚΗΝΗ 64η
[μέσα στο στάβλο, πρωί]
Ο Γιος περνάει κρίση με το άλογο στον στάβλο. Είναι πολύ εξαντλημένος και καταπονημένος.
ΣΚΗΝΗ 65η
[μέσα στο στάβλο, πρωί]
Μπαίνει μέσα η ο Κλακαδόρος Β΄ με το Τσιράκι για να πάρουν το άλογο. Ο Σταματάκης μόλις καταλαβαίνει ότι θέλουν να πάρουν το άλογο, τους επιτίθεται μανιασμένος. Τον καθηλώνουν με δυσκολία και φεύγουν.
ΣΚΗΝΗ 66η
[μέσα στο στάβλο, πρωί]
Ο Σταματάκης και το άλογο ηρεμούν.
ΣΚΗΝΗ 67η
[μέσα στο σπίτι, βράδυ]
Ο Θείος, η Γριά και ένας Κλακαδόρος έρχονται στο σπίτι. Κάθονται όλοι σιωπηλοί στο τραπέζι. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και ηλεκτρισμένη. Η Μάνα κοιτάζει όλο προς το παράθυρο.
ΣΕΚΑΝΣ 11η
ΣΚΗΝΗ 68η
[στο καφενείο, πρωί]
Μέσα στο καφενείο είναι ο Καφετζής και 0 Θαμώνας Γ’. Φαίνονται από το παράθυρο οι σημαιοστολισμοί στην πλατεία. Ακούγονται χαρμόσυνες καμπάνες λόγω της γιορτής της Παναγίας. Ο Καφετζής είναι σχεδόν κλαμένος.
Θαμώνας Γ’ : Μέρα γιορτής σήμερα.
Καφετζής : Ναι, μέρα γιορτής.
ΣΚΗΝΗ 69η
[μέσα στο κοινοτικό γραφείο, πρωί]
Ακούγονται οι καμπάνες του χωριού χαρμόσυνες.Το Τσιράκι βοηθάει τον Θείο που ετοιμάζεται. Φοράει σακάκι και φτιάχνει το μουστάκι του μπρος σε ένα μικρό καθρέπτη.
ΣΚΗΝΗ 70η
[μέσα στον στάβλο, πρωί]
Η Μάνα μπαίνει στο στάβλο για να πάρει το άλογο. Ο Σταματάκης αντιδρά, παλεύουν και αγκαλιάζονται μέχρι να παραιτηθεί αποκαμωμένος. Η Μάνα παίρνει το άλογο και φεύγει από τον στάβλο.
ΣΚΗΝΗ 71η
[μέσα στο σπίτι του Κλακαδόρου Α’, πρωί]
Ακούγονται οι καμπάνες του χωριού χαρμόσυνες. Ξημερώνει έξω και το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Το φωτίζει μόνο η φλόγα του καντηλιού και η θράκα. Η γυναίκα είναι γυρισμένη πλάτη στον κλακαδόρο και αυτός κολλάει πάνω της και αρχίζει να μουγκρίζει. Η γυναίκα δεν αντιδρά καθόλου και αυτός σχεδόν αμέσως σηκώνεται. Η γυναίκα μένει ξαπλωμένη και αυτός βάζει από το τσουκάλι και αρχίζει να τρώει. Τέλος σηκώνεται, κάτι μουγκρίζει μέσα από τα δόντια του, ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
ΣΚΗΝΗ 72η
[έξω στο χωριό, πρωί]
Ακούγονται οι καμπάνες του χωριού χαρμόσυνες. ο Κλακαδόρος Α’, περνάει χαρούμενος από το πίσω μέρος του καφενείου κρατώντας μια ελληνική σημαία, τρέχει να προλάβει τους άλλους. Ο Καφετζής τον βλέπει να περνάει, του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αρπάζει ένα ξύλο, ορμάει έξω και αρχίζει να τον κτυπά με μανία.
ΣΚΗΝΗ 73η
[έξω στο χωριό, μεσημέρι]
Ο Θείος, και ο Κλακαδόρος Β’ περπατάνε προς το σπίτι, είναι σιωπηλοί και περπατούν σχεδόν τελετουργικά.
ΣΕΚΑΝΣ 12η
ΣΚΗΝΗ 74η
[μέσα στο σπίτι, μεσημέρι]
Η Μάνα κάνει ετοιμασίες, στρώνει το τραπέζι, ετοιμάζει τα πιατικά για τα κεράσματα.
ΣΚΗΝΗ 75η
[μέσα στο σπίτι, μεσημέρι]
Φτάνουν οι άλλοι και μπαίνουν όλοι μέσα. Κάθονται όλοι στο τραπέζι και η Μάνα τους σερβίρει σαν να έχουν γιορτή.
ΣΚΗΝΗ 76η
[έξω από το στάβλο, απόγευμα]
Βγαίνουν όλοι έξω από το σπίτι και στέκονται ημικυκλικά μπροστά στο στάβλο. Το τσιράκι τοποθετεί μια σκάλα στον τοίχο του στάβλου. Η Μάνα ανεβαίνει τη σκάλα και φτάνει στη σκεπή. Βγάζει σε ένα σημείο τα κεραμίδια κάνοντας άνοιγμα στη σκεπή. Οι άλλοι την κοιτάζουν από κάτω.
ΣΚΗΝΗ 77η
[μέσα στο στάβλο, απόγευμα]
Ο Γιος είναι στο στρώμα του, βλέπει το άνοιγμα στην σκεπή. Δεν αντιδρά καθόλου. Η Μάνα (μαυροφορεμένη) ρίχνει το νερό, ο Γιος ουρλιάζει χωρίς όμως να προσπαθεί να το αποφύγει. Του ξαναρίχνει νερό.
ΣΚΗΝΗ 78η
[αχανής χώρος]
Ο Θείος, η Μάνα (μαυροφορεμένη), η Γριά και δύο χωρικοί κάθονται γύρω από το τραπέζι. Η Μάνα κοιτάζει όλο προς τη θάλασσα και τον Γιο που είναι ξαπλωμένος κάτω στο έδαφος.
ΣΚΗΝΗ 79η
[έξω από το στάβλο, απόγευμα]
Όλοι στέκονται ημικυκλικά μπροστά στην πόρτα του στάβλου, κοιτάζουν την Μάνα που είναι στη σκεπή και ρίχνει νερό. Ο Γιος είναι ξαπλωμένος κάτω σαν σε στρώμα.
ΣΚΗΝΗ 80η
[έξω από το στάβλο, απόγευμα]
Όλοι στέκονται ημικυκλικά μπροστά στο στάβλο, κοιτάζουν την Μάνα που είναι στην σκεπή και ρίχνει νερό μαυροφορεμένη.
ΣΚΗΝΗ 81η
[έξω στο χωριό, απόγευμα]
Ο Σταματάκης είναι στο Αγνάντι μαζί με το άλογο και κοιτάζει μακριά τους αγρούς και την θάλασσα.
ΤΕΛΟΣ