Ο Βαγγέλης Μαγγανάς, γεννήθηκε στα Κρεμμύδια της επαρχίας Πυλίας στη Μεσσηνία και πριν τον πόλεμο ήταν αμαξάς. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας της Μεσσηνίας με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και μάλιστα συνελήφθη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ τον Σεπτέμβριο του 1944. Σχετικά με το πώς γλύτωσε την εκτέλεση υπάρχουν διάφορες εκδοχές: ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ανασύρθηκε μέσα από την πηγάδα του Μελιγαλά, όπου τον έριξαν οι αντάρτες ενώ αριστερές πηγές αναφέρουν πως γλίτωσε στην Καλαμάτα ικετεύοντας γονυπετής για τη ζωή του. Είναι πιθανό και οι δύο εκδοχές να απέχουν από την πραγματικότητα.
Λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, επανεμφανίστηκε ως αρχηγός ένοπλης φασιστικής ομάδας και συγκρούστηκε, τον Οκτώβριο του 1945, με αντάρτες στη Μεσσηνία. Παράλληλα, κατηγορήθηκε για αρκετά εγκλήματα ενώ, σύμφωνα με δημοσίευμα του Ριζοσπάστη συνελήφθη στα τέλη του 1945 (καθώς είχε καταδικαστεί ερήμην σε ισόβια) αλλά την επόμενη μέρα “δραπέτευσε” προφανώς με τη βοήθεια της χωροφυλακής.
Το “ανδραγάθημα” όμως που τον έκανε ευρύτερα γνωστό σε ολόκληρο το πανελλήνιο, ήταν η εισβολή του στην Καλαμάτα στις 20 Ιανουαρίου του 1946. Η Καλαμάτα αλλά και η μεσσηνιακή ύπαιθρος, κατά την περίοδο της Κατοχής, είχαν βαφτεί στο αίμα, γεγονός που οφειλόταν αφενός στη δράση των στρατευμάτων Κατοχής και των Ταγμάτων Ασφαλείας και αφετέρου στα σκηνικά που διαδραματίστηκαν μετά την επικράτηση του ΕΛΑΣ στην πόλη και στην ευρύτερη περοχή. Τα πνεύματα δεν ηρέμησαν ούτε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς διάφοροι συγγενείς θυμάτων αλλά και πρώην Ταγματασφαλίτες, βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν για αντεκδίκηση.
Τα πράγματα οξύνθηκαν έπειτα από μια αλυσίδα γεγονότων που είχαν ως αποτέλεσμα, την εισβολή μιας δύναμης περίπου 1000 ατόμων στην Καλαμάτα , με αρχηγό τον Μαγγανά. Αρχικά κατέλαβαν το αστυνομικό τμήμα, απελευθέρωσαν συλληφθέντες δοσίλογους και ταγματασφαλίτες και αιχμαλώτισαν εκατό περίπου κομμουνιστές, παίρνοντάς τους στο βουνό ως ομήρους. Στην Καλαμάτα κατέφθασαν τμήματα του στρατού και κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος σε Μεσσηνία και Λακωνία, αναγκάζοντας τους ενόπλους να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους και να διασκορπιστούν στη μεσσηνιακή ύπαιθρο.
Μετά τα γεγονότα της Καλαμάτας, ο Μαγγανάς επικηρύχτηκε από το ελληνικό κράτος και στις 27 Φεβρουαρίου του 1946 καταδικάστηκε και πάλι ερήμην, αυτή τη φορά εις θάνατον. Τελικά συνελήφθη και στη νέα δίκη που ακολούθησε αθωώθηκε πανηγυρικά, όπως και σε τρίτη δίκη, που έγινε λίγο μετά, αφού οι μάρτυρες κατηγορίας φοβήθηκαν να προσέλθουν στο δικαστήριο, ενώ την αίθουσα του δικαστηρίου κατέκλυζαν οι 200 υποστηρικτές του. Κατά τη διάρκεια των δικών του, ο Μαγγανάς τύγχανε της αμέριστης συμπαράστασης της οργάνωσης Χ.
Αργότερα, ξανασυνελήφθη στην προσπάθειά του να εισέλθει για μία ακόμη φορά στην Καλαμάτα. Φυλακίστηκε για λίγους μήνες. Φημολογείται ότι σκοτώθηκε το 1966, σε τροχαίο στο δρόμο Πύλου-Καλαμάτας, στο ίδιο σημείο όπου θρυλείται πως κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου είχε βιάσει και σκοτώσει μια νεαρή δασκάλα.