Η πραγματική ιστορία του Σταμάτη Κ. (τον οποίο αποκαλούσαν Σταματάκη), είναι μια αφήγηση της υπαίθρου που μας μεταφέρθηκε προφορικά και την ενσωματώσαμε τροποποιημένη στη “Λύσσα” ως κεντρικό αφηγηματικό άξονα. Κατά την δεκαετία του 1930 σε ένα χωριό κοντά στην Κύμη Ευβοίας, ο Σταμάτης κόλλησε λύσσα από το άλογο που είχαν στο οικογενειακό λιοτρίβι για να γυρίζει τη μυλόπετρα.
Τα χρόνια εκείνα, η μόλυνση από τον ιό της λύσσας οδηγούσε με βεβαιότητα στο θάνατο και οι καθημερινοί άνθρωποι γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της. Η κατάσταση του Σταμάτη επιδεινώθηκε ραγδαία και η μεταφορά του σε κάποιο νοσοκομείο της Αθήνας θεωρήθηκε μάταιη. Ο κίνδυνος να μολυνθούν οι γύρω του και η αυξανόμενη επιθετικότητα του αρρώστου ανάγκασε την οικογένειά του να τον απομονώσει στο λιοτρίβι. Εκεί βασανιζόταν για μέρες μόνος του, καθώς όλοι φοβούνταν να τον φροντίσουν και να έρθουν σε άμεση επαφή μαζί του. Οι συγχωριανοί του γνωρίζοντας πως μόνο ο θάνατος πλέον θα έδινε τέλος στο μαρτύριο του, αποφάσισαν να μιλήσουν στη μάνα του. Για το χωριό ο μόνος άνθρωπος που είχε «δικαίωμα» να κάνει την αποτρόπαια πράξη ήταν η μητέρα του, καθώς ο πατέρας του είχε πεθάνει από καιρό. Μετέφεραν λοιπόν την απόφαση τους στην μάνα πείθοντάς την «να λυτρώσει μια ώρα αρχύτερα» το παιδί της.
Έτσι και έγινε, ακριβώς με τον τρόπο που περιγράφεται στην ταινία. Ήταν ένας τρόπος θανάτωσης κατεξοχήν για μικρόσωμα ζώα που είχαν προσβληθεί από τον ιό της λύσσας και βασιζόταν στην παράλυση των μυών του λαιμού και συνακόλουθα στην αναπνευστική ανεπάρκεια που προκαλούσε στο άρρωστο ζώο η απότομη επαφή με το νερό.