“Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε;” (*)
Στα ταραγμένα χρόνια των αρχών του 20ού αιώνα, τα όπλα ήταν οι πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων. Οι ένοπλες αντιπαραθέσεις – ανάμεσα αφενός στη θεσμική, συντηρητική, φιλοβασιλική και συχνά ακροδεξιά διαχείριση της εξουσίας από τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας του και αφετέρου τις αντιβασιλικές, κομμουνιστικές και αντάρτικες στη συνέχεια δυνάμεις -,αποτύπωσαν το πολιτικό στίγμα τους στην ελληνική κοινωνία για ολόκληρες δεκαετίες.
Από τους Βαλκανικούς Πολέμους, το 1912-3, στην αυγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914. Και από το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», που οδήγησε στον «Εθνικό διχασμό», το 1915, ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, το 1919-22 – με την απαράδεκτη για τα μέχρι τότε δεδομένα συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, που έκλεισε τον κύκλο των αλυτρωτικών και σαφώς ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Ελλάδας να «κατακτήσει» την Ανατολή φτάνοντας μέχρι την Άγκυρα. Μετά τη ματαίωση αυτής της εθνικής φαντασίωσης, ο «εξωτερικός εχθρός» εξοβελίστηκε στα νεοχαραγμένα σύνορα. Όμως, την ίδια στιγμή, το ελληνικό κράτος βρήκε τον «αντικαταστάτη» του στο πρόσωπο του τότε ανερχόμενου προλεταριάτου, το οποίο και αποτέλεσε τον πρώτο «εσωτερικό εχθρό» στη σύγχρονη ιστορία του. Απέναντι σε αυτόν τον ταξικό «εχθρό» ήρθε να αντιπαρατεθεί η χούντα του Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936, εγκαθιδρύοντας ένα φασιστικό κράτος, πάνω στα θεμέλια ενός ήδη πατριωτικού-εθνικιστικού μορφώματος, ταυτόχρονα με την εξάπλωση του φασισμού σε όλη την Ευρώπη, λίγο πριν την επίσημη έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, ή αλλιώς το «δεύτερο αντάρτικο» κατά την άποψη του ΚΚΕ, αποτελεί επίσημα την πρώτη ένοπλη πράξη του πάλαι-ποτέ «Ψυχρού Πολέμου», μιας πολιτικο-ιδεολογικής διαπλανητικής διαμάχης μεταξύ των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν δε, το αποτέλεσμα ή η κορύφωση μιας ακόμα αντιπαράθεσης μεταξύ κυβερνητικών και αριστερών δυνάμεων, κυρίως του ΚΚΕ, η οποία ξεκίνησε πριν ακόμα από την αποχώρηση των ναζί από την Ελλάδα. Τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ από το 1943, ακολούθησε η μάχη των Δεκεμβριανών το 1944 στην Αθήνα και η Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς, με την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ.
Ο κύκλος του αίματος και των ανελέητων διωγμών από κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς που ακολούθησε, γνωστός με το όνομα «λευκή τρομοκρατία» (**), έκλεισε με την 4χρονη ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα κυρίως στην ελληνική ύπαιθρο, μεταξύ του νεοδημιουργηθέντα Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) από τη μία και του εθνικού στρατού από την άλλη, με τη συνδρομή αρχικά της Βρετανίας και στη συνέχεια των ΗΠΑ. Έληξε δε με τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, το ξανάνοιγμα των ξερονησιών ως τόπων εξορίας, την κήρυξη ως παράνομου του ΚΚΕ και τη φυγή των ένοπλων ανταρτών που απέμειναν, στις χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ.
Ως συνέχεια της Αντίστασης, η περίοδος από την πρώτη πράξη του Εμφυλίου – με την επίθεση πρώην ανταρτών του διαλυμένου μετά τη Βάρκιζα ΕΛΑΣ, στο σταθμό Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο, το 1946, παραμονή των εκλογών, – μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών, στο Γράμμο, στις 30 Αυγούστου του 1949, ήταν μια περίοδος σφοδρών πολεμικών συρράξεων, που σημάδεψε κυρίως την επαρχία, αναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους της να εγκαταλείψουν, ηθελημένα ή καταναγκαστικά, τα σπίτια τους. Και στις δύο χρονικές περιόδους του ελληνικού εμφυλίου πρωτοστάτησαν οι δυνάμεις του ΚΚΕ θέτοντας μπροστά λαϊκά, κοινωνικά και πατριωτικά προτάγματα που σαφώς εξέφραζαν μεγάλο μέρος του εξαθλιωμένου πληθυσμού.
Αυτός ήταν ο λόγος που στο πλευρό των κομμουνιστών συμπαρατάχθηκαν αριστεροί, δημοκράτες αλλά και πολύς κόσμος δίχως καν πολιτική τοποθέτηση. Οργανώσεις όπως το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, με ευρύτατη πολιτική, εργατική και κοινωνική δράση, συσπείρωσαν κάθε άνθρωπο, που ενστικτωδώς ήθελε να αγωνιστεί για ελευθερία και λαϊκή δικαιοσύνη. Στις πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις του ΚΚΕ, οι οποίες συνδέονταν πάντα με την σταλινική «μητέρα Ρωσία», ελάχιστοι από αυτούς τους ανθρώπους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι, συμμετείχαν, επηρέαζαν ή ακόμη και καθόριζαν. Αγωνίστηκαν και υπέμειναν τρομακτικές κακουχίες και διώξεις, υπερασπιζόμενοι την άποψη ή την «γραμμή» του Κόμματος, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο.
Σχεδόν το σύνολο των ιστορικών αναφορών στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο κεντροβαρίζει στα όσα συνέβησαν στη βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι, λόγω του ότι εκεί δόθηκαν οι μεγαλύτερες μάχες και γράφτηκε το φινάλε του εμφυλίου πολέμου. Η ιστορία όμως της εμφύλιας διαμάχης γράφτηκε σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που αποτελεί μια ελάχιστα φωταγωγημένη περιοχή του Εμφυλίου, με αποτέλεσμα, αρκετοί να μην γνωρίζουν καν ότι σε μια τόσο «μαύρη» περιοχή «κάτω από το Αυλάκι», στη Μάνη, έδρασε ένα ολόκληρο αντάρτικο. Αν και η πολιτική παράδοση πολλών περιοχών της Πελοποννήσου είναι βαθιά συντηρητική και φιλοβασιλική, τα παραδείγματα αντίστασης, κυρίως ενάντια στην ιταλική Κατοχή στη δυτική Μάνη από το 1943, αποτέλεσαν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο έδρασε και εξαπλώθηκε ο ΔΣΠ (Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου), φτάνοντας το 1948 να ελέγχει το 80% του εδάφους της Πελοποννήσου.
Πέρα όμως από τις συνθήκες συγκρότησης και δράσης του αντάρτικου στην Πελοπόννησο – με αρκετή αυτονομία από τις «κεντρικές αποφάσεις» και πολλά στοιχεία αυτοοργάνωσης – έχει επίσης μεγάλη σημασία ότι, την ίδια στιγμή που ο κλοιός των κυβερνητικών δυνάμεων έσφιγγε τον ΔΣΕ στο Γράμμο και το Βίτσι, τα τμήματα που μάχονταν στα βουνά του νότου της Πελοποννήσου, ήταν ένα δεύτερο μέτωπο, που λειτουργούσε ως αντιπερισπασμός και απόπειρα ανάσχεσης της σφοδρότητας των επιθέσεων στο βορρά. Μέσα σε όλη αυτή, βέβαια, τη συνθήκη, η οποία ελέγχεται κατά πόσο ήταν ενταγμένη στον κεντρικό επιχειρησιακό σχεδιασμό του ΔΣΕ, το μόνο σίγουρο είναι ότι, οι πρωταγωνιστές του στην Πελοπόννησο, και όχι μόνο, όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθαν όλο και πιο ξεκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, απομονωμένοι, προδομένοι, χωρίς όπλα και εφεδρείες, για να γίνουν στη συνέχεια εύκολος στόχος και βορά των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αντεκδίκησης, του στρατού και των ταγματασφαλιτών. (***)
Στην Πελοπόννησο, οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΔΣΠ και τον εθνικό στρατό, όπως επίσης και ενάντια στα πολύ καλά οργανωμένα παρακρατικά σώματα των δολοφόνωνΜαγγανά, Καμαρινέα, Παυλάκου κ.ά. ταγματασφαλιτών και χιτών, ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους των χωριών της Μάνης ειδικά – μιας ιδιαίτερης, πολιτισμικά, περιοχής – να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους και «να βγουν στο βουνό». Όχι ακριβώς για την «πατρίδα», όπως τόσα κείμενα της αριστεράς μας έχουν πει, όχι μόνο για την «απελευθέρωση» της χώρας από τη βρετανική κυριαρχία και τους Έλληνες δυνάστες τους, αλλά για την ίδια τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους – σύμφωνα και με την επίσημη θέση του ΚΚΕ – αναγκάζοντας, ουσιαστικά, τις ηγεσίες τους να αποδεχτούν την επιλογή τους.
Μετά τη Βάρκιζα και τη βαθιά απογοήτευση που συνόδευσε την αναγκαστική παράδοση των όπλων, οι θεσμικοί εγκληματίες-συνεργάτες των ναζί, αλώνιζαν για να επιδείξουν τη δύναμή τους και να ξεριζώσουν κάθε κίνηση αντίστασης. Η «λευκή τρομοκρατία» είχε την «τιμητική» της εκεί, απλώνοντας το φόβο σε άντρες και γυναίκες, καθώς οι εκτελέσεις και οι βιασμοί είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πριν το ξέσπασμα του «δεύτερου αντάρτικου» αλλά και αμέσως μετά το τέλος του.
Για εμάς, δεν τίθεται ζήτημα για το πού «γέρνει η πλάστιγγα» στην υπόθεση του Εμφυλίου. Σε μια εποχή τόσο αιματοβαμμένη και στυγνή, όσον αφορά την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας, με τη φρικαλεότητα των δεξιών τόσο θεσμοθετημένη και σε ρόλο εκδίκησης των ανταρτών αλλά και τόσο δεμένη στο άρμα του φασισμού, δεν μας ενδιαφέρει να παραμείνουμε «ουδέτεροι» απέναντι στα όσα συνέβησαν ούτε να κρατήσουμε «ίσες αποστάσεις» μεταξύ «αριστερών» και «δεξιών».
Για όσες και όσους έζησαν αυτή την εποχή, δεν υπήρχε άλλωστε ζήτημα «ουδετερότητας», η τάση του «με ποια μεριά θα πάω» ήταν ενστικτώδης, μια και τότε ούτε καν αυτοί που σώπαιναν δεν μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλείς. Αυτές και αυτοί που βγήκαν στους δρόμους ή στο βουνό πέρα από πολιτικές επιλογές και τοποθέτηση, είχαν μια διαισθητική κλίση προς έννοιες όπως, ελευθερία και δικαιοσύνη, και στις περισσότερες μάλλον περιπτώσεις, η πολιτικοποίηση ερχόταν ως αποτέλεσμα της δράσης και των γεγονότων,δεδομένου ότι πολλές-οι ήταν μη πολιτικοποιημένες-οι, πατριώτες ή αριστερές-οί αλλά όχι οργανωμένες-οι στις τάξεις του ΚΚΕ.
Παρά το γεγονός ότι μάχονταν κάτω από τη σημαία μιας κομμουνιστικής ιδέας, η οποία είχε ήδη δημιουργήσει ολοκληρωτικά καθεστώτα, (οι ευθύνες του καθενός είναι δεδομένες) ο αγώνας ενάντια στους ντόπιους και ξένους φασίστες παραμένει κορυφαία ιστορική στιγμή αγώνα. Από την άλλη πλευρά, ο σεβασμός στους αγωνιστές, σε όλες και όλους αυτούς που έδωσαν το αίμα τους, υπερασπιζόμενοι αξίες και ιδέες δεν αρκεί να δικαιολογήσει τη στάση της ηγεσίας και του κομματικού μηχανισμού που, ενέτασσε τον αγώνα αυτό σε έναν ευρύτερο ψυχροπολεμικό σχεδιασμό κατάληψης της εξουσίας, στον οποίο πολλοί άλλωστε είχαν πιστέψει, ορκιζόμενοι πίστη στις ηγεσίες που θα τον έφερναν σε πέρας.
Είναι αυτονόητη η διαφωνία μας με κάθε κέντρο λήψης αποφάσεων, που σχεδίαζε κατάληψη της εξουσίας στα πρότυπα των τότε Λαϊκών Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε κάθε κέντρο που κατευθύνει και ποδηγετεί έναν αγώνα. Η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ – για τον μετασχηματισμό της μορφής του αγώνα από κοινωνικό/απελευθερωτικό, όπως ήταν του ΕΛΑΣ και της Αντίστασης (με τις υπαρκτές διαφωνίες και ενστάσεις μας προς αυτόν), σε αγώνα για την κατάληψη, από το Κόμμα, της εξουσίας και τη μετατροπή ενός αντάρτικου στρατού σε καθαρά κομματικό τακτικό στρατό – είναι λογικές, οι οποίες εγκολπώνουν στο εσωτερικό τους δομές και μηχανισμούς εξουσίας, όπως αυτές συναντώνται σε απολυταρχικά κράτη και μιλιταριστικούς στρατούς σε όλο τον κόσμο.
Για μας, η περίοδος του εμφυλίου πολέμου και τα γεγονότα που την αφορούν, ήταν μια εποχή όπου εκφράστηκαν σε υπερθετικό βαθμό πράξεις αγώνα, αλληλεγγύης, αυταπάρνησης από ανθρώπους ανιδιοτελείς, που πίστευαν σε ιδανικά και αξίες, ενάντια στην εκμετάλλευση και καταπίεση από όπου κι αν προέρχονταν. Αυτός είναι και ο λώρος που μας συνδέει σήμερα μαζί τους.
(*) φράση από μαρτυρία αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου.
(**) Ο όρκος των ταγμάτων ασφαλείας: “Ορκίζομαι εις τον θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς, ότι δια μίαν αντίρρηση εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθεί παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων”.
(***) Τον Δεκέμβριο του 1948 δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού απέκλεισαν ολόκληρη την Πελοπόννησο και ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των ανταρτών του Δ.Σ.Ε. Ο αριθμός των ανταρτών δεν ξεπερνούσε τους 3.500 ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και έφτασαν τους 40.000 στρατιώτες. Από το γενικό επιτελείο στρατού η εκκαθαριστική επιχείρηση ονομάστηκε “Περιστερά” και στρατιωτικός διοικητής ορίστηκε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, ο επονομαζόμενος “Ιμπραήμ”. Σε αυτόν ανήκει η διαταγή η οποία ακούγεται ως ραδιοφωνικό ανακοινωθέν στην “Λύσσα”, την οποία εξέδωσε στις 18.12.1948:
“Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού”.