Η λέξη λύσσα προέρχεται από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leuk – λάμπω > φως ή σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, από την Iνδοευρωπαϊκή ρίζα *wlkwo > βίαιος. Και οι δύο ρίζες μας δίνουν το πρωτο-ελληνικό *lyk-ia> λαμπρός / δυνατός, βίαιος. Στα λατινικά ο αντίστοιχος όρος είναι rabies, «τρέλα» που προέρχεται από το σανσκριτικό rabhas, “ασκώ βία”.
Η ελληνική ρίζα χρησιμοποιείται στην ονομασία του ιού της λύσσας rabies lyssavirus. Η λέξη λύσσα, ετυμολογικά, σύμφωνα με το λεξικό, έχει τρεις εκδοχές: α. Αποτελεί το θηλυκό του ουσιαστικού «λύκος». β. Δηλώνει χαρακτηριστική ασθένεια των λύκων.γ. Προσδιορίζει κατά την αρχαιότητα λυκόμορφη θεότητα, που μεταμόρφωνε το σκύλο σε λύκο. Η «λύσσα» προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» ή «ξαμολάω». Π.χ. «Κλείθρων λυθέντων», δηλαδή, αφού ξεκλείδωσαν οι πόρτες, γιατί στους αρχαίους χρόνους δεν κλείδωναν, όπως σήμερα, τις πόρτες, αλλά τις έδεναν με «δεσμά». Επίσης, χρησιμοποιούσαν τη φράση «λύεις τούς κύνας», δηλαδή «αμολάς τα σκυλιά».
Η Λύσσα ως έννοια, μεταφορικά, έχει χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται και σήμερα για να περιγράψει την μανία, την επιθετικότητα, την ανεξέλεγκτη οργή κάποιου/ας που πράττει χωρίς να σκέφτεται ‘’λογικά’’ και χωρίς να τον/την απασχολούν οι συνέπειες των πράξεων του/της. Ως χαρακτηρισμός αποδίδεται συνήθως από ένα πρόσωπο για κάποιο άλλο, παρά για να περιγράψει κανείς τις ίδιες του τις πράξεις. Επιπρόσθετα, περιγράφει ηρωικές αλλά άνισες μάχες, όπου με “λύσσα” αντιστέκονται όσοι/ες δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας.
Η μεταφορικά “λυσσασμένη” συμπεριφορά συναντάται, επίσης, στην έντονη επιθυμία ενός ατόμου να αποκτήσει κάτι που ποθεί υπέρμετρα και συνήθως ταιριάζει σε ‘’ανάρμοστες’’ ερωτικές σχέσεις. Αυτός ο σεξιστικός διαχωρισμός αφορά συχνά σε γυναίκες που, υπερβαίνοντας τον οφειλόμενο καθωσπρεπισμό, ξεπερνούν τις αναστολές τους “λυσσώντας” για τον εραστή τους. Σε πολιτικές-ιστορικές συγκυρίες, ο χαρακτηρισμός αποδίδεται εκατέρωθεν απο τους αντιπάλους για να υπογραμμίσει το παράλογο και το ανενδοίαστο των επιλογών “των άλλων” , αλλά κάποιες φορές είναι φτωχός για να κυριολεκτίσει κανείς. ” Λυσσασμένους για αίμα”, περιέγραφαν τους κομμουνιστές αντάρτες του εμφυλίου οι δεξιές φυλλάδες, για να τρομοκρατήσουν τους φιλήσυχους πολίτες, με “λύσσα” χτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων οι στρατονόμοι και οι αστυνομικοί στα Μακρονήσια και τις φυλακές, όπως λένε στις αφηγήσεις τους οι πρώτοι.
Για πρώτη φορά πολιτικά “φορτισμένη” ως έννοια, ο όρος ‘’λυσσασμένος’’ εμφανίστηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Οι «Λυσσασμένοι» («Les «Enrages») ήταν μια παρισινή εξτρεμιστική ομάδα μέσα στις τάξεις των «Αβράκωτων» («Sans-Culottes»). Λυσσασμένοι και λυσσασμένες θα ήταν ακριβέστερο, γιατί πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες επαναστάτριες. Βασική τους πεποίθηση ήταν ότι, η ελευθερία και ευτυχία του λαού αποκτάται όχι μέσα από συνταγματικές διακηρύξεις, αλλά με την άμεση βία ενάντια στους καταπιεστές και εκμεταλλευτές του.
Ένα από τα κύρια αιτήματά τους, η άμεση καταστολή κάθε αντεπαναστατικής δράσης. Στο Παρίσι του 1793, τα μέλη της ένωσης έμπαιναν μπροστά στις διαδηλώσεις, που κατέληγαν σε «λεηλασίες» των μεγάλων φούρνων και άλλων εμπορικών καταστημάτων, διαμαρτυρόμενα για την αισχροκέρδεια όσων εμπορεύονταν τρόφιμα εις βάρος του λαού, που υπέφερε από την έλλειψη τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών. Επιτροπές από γυναίκες μοίραζαν τα τρόφιμα και έβαζαν τις τιμές που θεωρούσαν δίκαιες. Έτσι, αναγκάστηκε η κυβέρνηση των Γιακωβίνων να επιβάλει το νόμο του «μάξιμουμ» στις τιμές των τροφίμων και σύντομα να εθνικοποιήσει τα δίκτυα διανομής τους στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Ήταν η μεγάλη κατάκτηση των «αβράκωτων». Χαρακτηριστική υπήρξε η δήλωση του Jacques Roux (σ.σ. ένα από τα ηγετικά μέλη της ομάδας των «Λυσσασμένων») ότι «η ελευθερία δεν είναι παρά ένα άδειο κέλυφος όταν επιτρέπεται ατιμώρητα σε μία τάξη να λιμοκτονήσει μία άλλη».
ΟΙ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ ‘68
Έντυπο των Λυσσασμένων, “Λυσσασμένοι όλων των χωρών ενωθείτε!”
Το όνομα των «Λυσσασμένων» αναβίωσε και κατά την εξέγερση του Μάη 1968, από μία δυναμική φοιτητική ομάδα του Πανεπιστήμιου της Ναντέρ, που δρούσε στον χώρο των λεγόμενων «Καταστασιακών». Στη δράση της είναι αφιερωμένο το βιβλίο του καταστασιακού Ρενέ Βιενέ (Rene Vienet) «Μάης 1968 – Λυσσασμένοι και σιτουασιονιστές στο κίνημα των καταλήψεων»:
«..μέσα σε μια βδομάδα, εκατομμύρια ανθρώπων ξεφορτώθηκαν το βάρος των συνθηκών αλλοτρίωσης, της ρουτίνας της επιβίωσης, των ιδεολογικών διαστρεβλώσεων και του αντεστραμμένου κόσμου του θεάματος. Για πρώτη φορά από την Κομούνα του 1871, και τώρα με πολύ περισσότερο υποσχόμενο μέλλον, το πραγματικό άτομο απορροφούσε τον αφηρημένο πολίτη μέσα στην ζωή του, την δουλειά του και τις ατομικές του σχέσεις… Η εορτή πρόσφερε πραγματικέςδιακοπές σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν άλλο από εργάσιμες ημέρες και άδειες. Η πυραμίδα της ιεραρχίας έλιωνε τώρα σαν κύβος ζάχαρης κάτω από τον ήλιο του Μάη. Οι άνθρωποι συνομιλούσαν και καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον με μισή λέξη. Δεν υπήρχαν πλέον διανοούμενοι ή εργάτες, αλλά μόνον επαναστάτες, που συζητούσαν και δημιουργούσαν μια άμεση επικοινωνία, από την οποία μόνον οι δήθεν προλετάριοι διανοούμενοι και οι λοιποί θιασώτες της αρχηγίας αισθάνονταν αποκομμένοι. Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη σύντροφος ξανακέρδιζε την αυθεντική σημασία της και σημάδευε με έναν αληθινό τρόπο το τέλος όλων των διαχωρισμών. Ακόμα και εκείνοι που την χρησιμοποιούσαν με τη σταλινική έννοια, γρήγορα καταλάβαιναν ότι το να μιλούν την γλώσσα των λύκων τους εξέθετε. Τώρα οι δρόμοι ανήκαν σ’ εκείνους που τους έσκαβαν για να πάρουν τις πέτρες».
“Λύσσα και συνείδηση”
Είναι ένα από τα συνθήματα των αναρχικών στον ελλαδικό χώρο και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Ένα σύνθημα που θέλει να εκφράσει τον δυναμικό αγώνα ενάντια σε κάθε εξουσία ή δομή της, χρησιμοποιώντας ένα λεκτικά οξύμωρο σχήμα. Η “λύσσα” υποδηλώνει μεν την αδιαλλαξία στον αγώνα, την επιθετικότητα και την επιμονή στους στόχους και τις επιδιώξεις, συνοδευόμενη όμως από βούληση και συνειδητές αξίες και πεποιθήσεις . Σε αντίθεση με την κυριολεκτική “λύσσα”, στην οποία απουσιάζει η έλλογη σκέψη και ο φορέας της στρέφεται κατά πάντων.