Μυθολογία

Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι η Λύσσα ήταν κόρη της Νύκτας (Νυξ) και του Ουρανού μετά τον ευνουχισμό του από τον Κρόνο. Η Νυξ ήταν κυρίαρχη αρχέγονη και κοσμογονική μορφή, την οποία φοβόταν και σεβόταν ακόμα και ο ίδιος ο θεός Δίας. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, η Νυξ είχε γεννηθεί από το Χάος. H Λύσσα ήταν συγγενική μορφή με τις Ερινύες και προκαλούσε τρέλα σε όποιον κυνηγούσε. Οι Αθηναίοι την ονόμαζαν Λύττα και ήταν το πνεύμα της μανίας, της τρέλας και των δαιμόνων. Θεωρείτο επίσης η αιτία της επιληψίας (Ηράκλεια νόσος).

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (8ος αιώνας π.Χ.), αναφέρει αρκετές φορές τη λύσσα, τονίζοντας τη μανιώδη οργή των πολεμιστών.  Χρησιμοποιεί τις λέξεις ‘’μαινάς’’ και ‘’μαίνομαι’’, δηλαδή κατέχομαι από μανία και λύσσα, ως την πολεμική μανία. Ο Αίαντας παρουσιάζεται να τρελαίνεται από τη θεά, για να μην προκαλέσει πιο μεγάλο κακό και επιτίθεται στα πρόβατα. Περιγράφοντας τον Αχιλλέα που πολεμά, τον παρομοιάζει με άγριο (λυσσασμένο) σκυλί,ενώ αναφέρει ότι ο Σείριος, το σκυλί του Ορίωνος προκαλούσε τη νόσο στους στρατιώτες.

Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας ,όταν ο Αχιλλέας μαθαίνει ότι ο Έκτορας σκότωσε το φίλο του Πάτροκλο, γυρίζει στη μάχη και πολεμά με μανία (λύσσα) σκοτώνοντας αρκετούς Τρώες, μεταξύ των οποίων και δύο γιούς του Πρίαμου αλλά και το δολοφόνο του Πατρόκλου. Όταν ο τελευταίος πεθαίνοντας τον εκλιπαρεί να δώσει τη σωρό του στους δικούς του για ταφή, ο Αχιλλέας του απαντά άγρια.

Μερικά αποσπάσματα είναι τα εξής:

ραψωδία Ω , στ.22-24

Έτσι ο Αχιλλέας με λύσσα εντρόπιαζε τον Έχτορα το θείο’
όμως θωρώντας τον οι αθάνατοι θεοί τον σπλαχνιζόνταν,
και τον Αργοφονιά τον άγρυπνο να του τον κλέψει έσπρωχναν.

ραψωδία Ρ , στ.20

Τόση δεν έχει μήτε η λιόπαρδη και μήτε ο λιόντας λύσσα,
μηδέ κι ο κάπρος ο ανημέρωτος, που απ᾿ όλους πιο μανιάζει
στα στήθια του η καρδιά, απ᾿ την πλήθια της τη δύναμη μεθώντας,
όσην αγριότη κλείνουν μέσα τους οι γιοι του Πάνθου οι γαύροι.

ραψωδία Ρ , στ.6-8

όμοια ο ξανθός Μενέλαος στάθηκε στον Πάτροκλο αποδίπλα’
μπροστά τ᾿ ολόκυκλο σκουτάρι του και το κοντάρι εκράτα,
λύσσα γεμάτος, όποιον θα ‘βγαινε μπροστά του να σκοτώσει

ραψωδία Σ , στ.207-209

Πώς από κάστρο ξεπετάγεται καπνός ψηλά στα ουράνια
μακριάθε από νησί, που το ‘ζωσαν οχτροί και το χτυπούνε,
κι αυτοί όλη μέρα στήνουν πόλεμο σε λυσσασμένο αγώνα

ραψωδία Χ , στ.345-348

Μη με ξορκίζεις για στα νιάτα μου, για στους γονιούς μου, σκύλε!
τι όσο με σπρώχνει εμένα η λύσσα μου κι η μάνητα μου, ατός μου,
να κόψω, ωμές να φάω τις σάρκες σου, γι᾿ αυτά που μου ‘χεις κάνει,
τόσο είναι αλήθεια απ᾿ το κεφάλι σου πως δε θα διώξει ουτ᾿ ένας
τους σκύλους

ΠΗΓΗ: Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή

Ο Ευρυπίδης αναφέρει τη Λύσσα ως θεότητα στις Βάκχες (407π.Χ.), ένα έργο κατά πολλούς γεμάτο αμφησιμία και τραγική ειρωνία που έχει ως θέμα την εισαγωγή και εγκατάσταση της διονυσιακής λατρείας στην Ελλάδα. Αντίπαλοι είναι ένας θεός (Διόνυσος) που μεταμορφώνεται σε άνθρωπο και διονυσιακό ζώο κι ένας βασιλιάς (Πενθέας) ο οποίος θέλει να προστατέψει την πόλη (Θήβα) από μια ‘’νέα τρέλα’’ που επιζητά να τους καταστρέψει. Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Χορός κάνει επίκληση στους δαίμονες της μανίας να καταλάβουν τις γυναίκες της Θήβας και κόρες του Κάδμου που, έχοντας αμφισβητήσει την θεϊκή καταγωγή  του Διονύσου, τρελαίνονται και ως Μαινάδες παρέμεναν στον Κιθαιρώνα. Εκεί θα τις επισκεφτεί ο Πενθέας, μεταμορφωμένος ως Μαινάδα, σε κατάσταση αφροσύνης κι έχοντας ήδη καταληφθεί από Λύσσα.  Εκείνες μαζί με την μητέρα του, Αγαύη – χωρίς να τον αναγνωρίσει – θα τον διαμελίσουν με απόλυτη βιαιότητα.

Τρέξτε, γρήγορες σκύλες της Λύσσας,
στο βουνό αμολυθείτε
πού ‘χουν σύναξη οι κόρες του Κάδμου !
Με τον οίστρο κεντήστε τις πάνω

στον ντυμένο γυναίκεια κατάσκοπο
πού ‘χει λύσσα να δει τις μαινάδες !
Η μητέρα του πρώτη μακριάθε
θα τον δει να βιγλίζει από βράχο
γλιστερό για δεντρί, και θα σκούξε

στις μαινάδες: Ποιός ήρθε εδώ πάνω
στο βουνό; Ποιός ανέβη εδώ πάνω
τις Καδμείες βουνοπλάνητες νά ‘βρει;
Τάχα ποιά να τον γέννησε; Σπλάχνα
γυναικός δεν τον βάσταξαν τέκνο

ΠΗΓΗ: Εὐριπίδη-Βάκχαι-Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη-Δ’ ΣΤΑΣΙΜΟ

Σε άλλη τραγωδία του Ευρυπίδη, ‘’Ηρακλής Μαινόμενος’’ (424π.Χ.), η Ήρα στέλνει τη Λύσσα (πρώτη φορά προσωποποιημένη) για να τρελάνει τον Ηρακλή. Ο Ήρωας μαίνεται, και πάνω στους καθαρμούς και τις δοξολογίες προς τους Θεούς για το αίσιο προηγούμενο τέλος, σκοτώνει τη γυναίκα του (Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα) και τα παιδιά του, νομίζοντας στην παραφροσύνη του ότι είναι οι εχθροί του στο Άργος. Οι αθώοι γλίτωσαν από τον Λύκο για να πέσουν από τα λυσσασμένα χέρια του άνδρα και πατέρα τους: η θανάτωσή τους είναι ακραία και άγρια, όπως περιγράφεται στη φημισμένη εξαγγελία του Διηγητή των στυγερών πράξεων.  Η Ίρις προστάζει τη θεότητα Λύσσα, με τη θέληση της Ήρας «μανίας τ΄ επ΄ άνδρί τώδε και παιδοκτόνους φρένων ταραγμούς και πόδων σκιρτήματα έλαυνε»(στ.835-836). Η κατάσταση του Ηρακλή περιγράφεται με μανιασμένα μάτια που στριφογυρνούσαν κι έσταζαν αίμα. Η επιληψία (Ηράκλεια νόσος) στο κείμενο αυτό, ως μανία, συνδέεται με την προσωρινή τρέλα και τη λύσσα.